Βασίλειος Σπ. Παρτάλης (Λιάτος): Ο ατρόμητος Λεσινιτσιώτης αγωνιστής και εθνομάρτυρας

Ο Βασίλης Παρτάλης του Σπύρου γεννήθηκε στο Σιματάτι της Λεσινίτσας το 1891. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο στον Άη Νικόλα του Μάη. Το 1909 σε ηλικία 18 χρονών ξενιτεύτηκε για μια καλύτερη τύχη στη Βλαχιά (Ρουμανία). Επιστρέφει όμως το 1911 υπακούοντας στα κελεύσματα της πατρίδας και εντάσσεται εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό πολεμώντας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους. Αργότερα, πηγαίνει στην Θεσσαλονίκη και παίρνει μέρος στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο όπου και τραυματίζεται βαριά στο πόδι. Το 1914 αγωνίζεται με τον Αυτονομιακό Στρατό για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου.

Ο Λιάτος, όπως αποκαλούνταν στο χωριό ο Βασίλης, νυμφεύτηκε το 1920 την Κυράνω το γένος Ντάλλα από το Τσαούσι αποκτώντας μαζί της τρεις κόρες, την Μέλπω, την Καλυψώ και την Αγγελική, καθώς και πέντε αγόρια τον Σπύρο, τον Γιάννη, τον Κώστα, τον Δημήτρη και τον Σταύρο. Εργαζόταν σαν αγωγιάτης (μεταφορέας) με τα ζώα του στην περιοχή του Βούρκου και των Ριζών ώστε να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την πολυμελή οικογένειά του.

Το σπίτι του Βασίλη Παρτάλη στο Σιματάτι.

Το 1933, η αλβανική κυβέρνηση επέβαλε το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων στη Βόρειο Ήπειρο. Ο Βασίλης ως αγνός πατριώτης συμμετείχε ενεργά στον αγώνα των Βορειοηπειρωτών για το σχολικό ζήτημα και συνεργάζεται με το Ελληνικό Προξενείο στους Αγίους Σαράντα. Δραστηριοποιείται στη συγκέντρωση των υπογραφών από τις κοινότητες της περιοχής και μεταφέρει με άκρα μυστικότητα τους καταλόγους στο Ελληνικό Προξενείο ώστε να υποβληθεί υπόμνημα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αργότερα, το 1935, το Δικαστήριο δικαίωσε τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών και τα ελληνικά σχολεία ξανανοίγουν.

Το 1940 περιμένει με μεγάλο ενθουσιασμό την προέλαση του Ελληνικού Στρατού, όπου τον Νοέμβριο του ιδίου έτους απελευθερώνει τη Λεσινίτσα. Παρά τις μεγάλες του οικογενειακές απασχολήσεις στέκει στο πλευρό των Ελλήνων στρατιωτών και βοηθάει στον πόλεμο κατά του Ιταλού επιδρομέα. Με την οπισθοχώρηση του Ελληνικού Στρατού όμως τον καταδίωκαν οι Ιταλοί (και παρ’ ολίγον να φονευθεί σε μάχη στο Σιματάτι). Εκτός από τη συμμετοχή του στον πόλεμο εναντίον τους, είχαν στη διάθεσή τους και αρχεία της αλβανικής κυβέρνησης από το 1934, λόγω της πατριωτικής δραστηριότητάς του στο σχολικό ζήτημα.

Τον Σεπτέμβριο του 1945 ερχόμενος σαν αγωγιάτης από τους Αγίους Σαράντα συλλαμβάνεται στην ποταμιά της Δίβρης από τους κομμουνιστές και οδηγείται στο Θεολόγο στο παλάτι του Γιώρη Ζήση. Εκεί δοκιμάζει τα πρώτα βασανιστήρια. Αφού δεν προκύπτει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο αφήνεται ελεύθερος μετά από 5 μέρες.

Το παλάτι του Γ. Ζήση όπου βασανίστηκαν ανηλεώς αθώοι Βορειοηπειρώτες. Μεταπολεμικά μετετράπη σε νοσοκομείο.

Στις 16 Ιανουαρίου του 1946 η αλβανική ασφάλεια (sigurimi) κυκλώνει το σπίτι του και τον συλλαμβάνει ξανά. Οδηγείται στα σκοτεινά κελιά του Καλιά (φυλακές Αργυροκάστρου) κατηγορούμενος για κατασκοπευτική δράση. Δεν αποκαλύπτεται τίποτα και τον Μάρτιο του 1947 αποφασίζουν να συλλάβουν και τη σύζυγό του Κυράνω όπου υπέστει και αυτή 45 μέρες βασανιστήρια και ανάκριση. Εκείνη την εποχή είχαν μπει στο στόχαστρο από το κομμουνιστικό καθεστώς πολλοί Έλληνες πατριώτες στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Υπήρχε σχέδιο εξόντωσής τους, ως αντίπαλοι του καθεστώτος, κατηγορούμενοι για (δήθεν) κατασκοπεία υπέρ της Ελλα΄δος. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την αγόρευση του εισαγγελέα στην δίκη που επακολούθησε αργότερα. 

«…Στο εσωτερικό οι ομάδες συνδέονταν με τη διευθύνουσα ομάδα της Λεσινίτσας διαμέσου του Βασίλη Παρτάλη ο οποίος, υπό τον μανδύα του επαγγέλματος αγωγιάτης, έρχονταν σε επαφή με διάφορες ομάδες. Η ομάδα της Δίβρης π.χ. έρχονταν σε επαφή με τον Βασίλη Παρτάλη διαμέσου του Βαγγέλη Ζιάγγα, καθώς τα άλλα μέλη της ομάδας εξαιτίας της μυστικότητας, δεν γνώριζαν τους συνδέσμους…...Η ομάδα της Δρόβιανης συνδέονταν με την διευθύνουσα ομάδα της Λεσινίτσας διαμέσου του Βασίλη Παρτάλη και του Παύλου Κονόμου, ο οποίος γνώριζε μόνο αυτής της ομάδας τους συνδέσμους. Με τον Βασίλη Παρτάλη συνδέονταν και η ομάδα του Χότζια…..Τον Νοέμβρη του 1945 ο Χαράλαμπος Λέζος έστειλε στα Ιωάννινα τον παράγοντα Χρήστο Φιλίππη για να συνδεθεί με την εχθρική κατασκοπεία και από τότε μέχρι που συνελήφθη συνέχισε την δραστηριότητα ως υπεύθυνος της κατασκοπείας για τα χωριά των Ριζών του Δελβίνου, έχοντας συνεργάτη στη διευθύνουσα ομάδα της Λεσινίτσας τους συγχωριανούς του, Φώτο Λέζο και Βασίλη Παρτάλη…»

Τον Ιούνιο του 1947 ο Βασίλης δικάζεται σε 10 χρόνια φυλάκιση και παίρνει το δρόμο των εξοντωτικών στρατοπέδων. Η σύζυγός του εξορίζεται στην Κρούγια και μετά από 2 χρόνια τον Ιούλιο του 1949 αφήνεται ελεύθερη. Το 1952 βγαίνει από τη φυλακή και ο Βασίλης έχοντας εκτίσει τα 6 από τα 10 χρόνια της ποινής. Για τα επόμενα 7 χρόνια επιστρατεύονται δυναμικά και οι δυο τους για να ανορθώσουν το κατεστραμμένο τους νοικοκυριό.

Το 1959 όμως, όντας στο κοπάδι του που βοσκούσε στο βουνό Πολυτσά, ξανασυλλαμβάνεται. Και όταν αντιστέκεται διότι ένιωθε τον εαυτό του αθώο, ο ασφαλίτης (Σ.Κ) των ρωτάει. –«Βλέπεις το Δελβινάκι απ’ εδώ;». –«Πατρίδα μου, είναι κύριε», απαντάει ο Βασίλης. Όταν τον κατέβασαν στην Άνω Λεσινίτσα φωνάζουν τους κατοίκους λέγοντάς τους: –«Εβγάτε να δείτε τα παλικάρια της Ελλάδος πως τα δένουμε». Αγέρωχος ο Λιάτος τους απαντάει: –«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, έναν παίρνετε εσείς, χίλιοι σηκώνονται και γίνονται πιο Έλληνες». Στον εξονυχιστικό έλεγχο που κάνουν στο σπίτι του δεν βρίσκουν τίποτα το ενοχοποιητικό. Παίρνουν μαζί τους σαν ντοκουμέντο «εχθρικό» την φωτογραφία του Δεσπότη της Βελλάς με Βορειοηπειρώτες μαθητές. Δεμένο με χειροπέδες τον μετέφεραν στους Αγίους Σαράντα και από κει στα Τίρανα, δύο χρόνια συνέχεια σε ταλαιπωρίες και βασανιστήρια.

Ο Βασίλης έβλεπε πολλούς ανακριτές να μπαινοβγάνουν στο κελί του και να του μιλούν αλβανικά. Δεν τους απάντησε ποτέ προσποιούμενος πως δεν ήξερε ούτε μια λέξη αλβανικά. Ζητούσε μόνο να του φέρουν ανακριτή που να μιλάει ελληνικά. Μετά από δύο χρόνια, στο κελί μπήκε ένας ανακρίτης και του μίλησε ελληνικά –«Βασίλη, είμαι ο ανακριτής σου. Βαγγέλη με λένε.». Ο Βασίλης πετάχτηκε στο πόδι.«Επιτέλους να με ανακρίνει ένας χριστιανός. Γράψε κύριε, ότι ο Βασίλης Παρτάλης Έλληνας γεννήθηκε και Έλληνας θα πεθάνει», είπε απευθυνόμενος στον ανακριτή Βαγγέλη Κόττε. Ο ίδιος ο ανακριτής, εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα ότι δεν είχε δει τέτοια ακράδαντη πίστη και αποφασιστικότητα σε κρατούμενο στα χρόνια της ανακριτικής του καριέρας. Αυτή ήταν και η τελευταία ανάκριση. Δικάζεται σε 15 χρόνια φυλάκιση και μεταφέρεται στις πιο κακόφημες φυλακές της Αλβανίας.

Οι απάνθρωπες φυλακές πολιτικών κρατουμένων στο Μπουρέλι της Αλβανίας.

Ο Βασίλης δεν μπόρεσε να ζήσει πολύ στην τρίτη του φυλάκιση. Ετσι μια απριλιάτικη μέρα του 1963 ξεψυχάει στο δωμάτιο 36 των πολιτικών κρατούμενων της φυλακής στο Μπουρέλι. Ακόμα και σήμερα ο τάφος του παραμένει άγνωστος. Το μόνο που άφησε πίσω του ήταν ένα ζευγάρι ρούχα της φυλακής και μια κόλλα χαρτί που έγραφε την κατηγορία της φυλάκισής του και τους ψευδομάρτυρες που βρέθηκαν στη δίκη. Ο αείμνηστος ομοιοπαθής φίλος του και συγκρατούμενός του γιατρός Δημήτρης Οικονόμου από τη Δίβρη κλείνει τα μάτια του και τον σαβανώνει. Όταν ξεκινούσε το φέρετρό του για ενταφίαση απαγγέλει ψάλλοντας σιωπηρά:

«Εσένα δεν σ’ έθαψε παπάς.
Δεν χτύπησαν καμπάνες
Δεν σου ’γιναν τιμές που σ’ άξιζαν ΒΑΣΙΛΗ, ΒΑΣΙΛΗ
Είσαι ο μάρτυρας που στάθηκες ορθός στη φυλακή
Έως την ύστατη στιγμή.»

Τιμητική μαρμάρινη πλάκα της Αδελφότητας Λεσινιτσιωτών στο σπίτι του Β. Παρτάλη.

Πηγές-Παραπομπές

  • Ανδρέας Τσάκας, Κραυγή Βορειοηπειρωτών, Έκδοσις Αδελφότης «Αγία Βερονίκη», Θεσσαλονίκη 1997.
  • Εφημερίδα ο Παλμός της Λεσινίτσας, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1997
  • Αρχείο Τ. Λαχανά (στοιχεία από φωτοαντίγραφο στα αλβανικά της αγόρευσης του εισαγγελέα)