Από την Ανθολογία «Τα καλοκαίρια μας», Επιμέλεια Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Εκδόσεις ΛΕΜΒΟΣ
Στη βόρεια ορεινή περιοχή της ενδοχώρας, που στο παιχνίδι ρίχνονταν όλα τα ζάρια της φύσης, περικυκλωμένη από μυτερές βουνοκορφές και διάσελα και κλεισμένες οροσειρές πλάτη με πλάτη σαν πελώριο φυσικό κάστρο, στα όρια ενός κόσκινου ουρανού, σ’ ένα βυθισμένο χωριό στα πυκνά δάση, βρίσκεται το πατρικό σπίτι μου. Εκεί που, την άνοιξη και τα καλοκαίρια, ξεσπούσαν από παντού οι φλέβες των νερών και κελάρυζαν σαν αγνά μάτια αστραφτερά στα κεφαλάρια που μόλις πετιούνταν από μέσα, πηδούσαν κι άνοιγαν και γαργάριζαν παίζοντας με τις ηλιαχτίδες.
Αμέτρητες οι βρυσομάνες με τα τοπωνύμιά τους κι εμείς δείχναμε με το δάχτυλο τις τοποθεσίες, απλώς σαν οικείες: οι βρύσες του Καλόγερου, της Καροπούλας, του Αγιώρη, του Μύλου, του Μάη, του Χούχλου, το πηγάδι της Λάκκας, του Παλιομαντριού, του Πάσκου, του Σύρτου, οι δροσοπηγές του Σταμάτη, του Πουλογιάννη, το Πουλονέρι, το Αγιονέρι στη ράχη του Πολύαινου, η Ωραία Κρήνη.
Όλες οι πηγές ενώνονταν κι έκαναν παραπόταμο. Στ’ αυλάκια και στα ρυάκια, μόλις ροβολούσαν τα νερά και φιδοσέρνονταν με τα μικρά κύματά τους, ρίχναμε καραβάκια χάρτινα και τρέχαμε πίσω τους να δούμε ποιο θα ριχτεί πρώτο στους καταρράκτες για τη θάλασσα. Κάτω από τους μικρούς χόχλους των αυλακιών πριν πέσουνε στους κήπους και στα κηπάκια φτιάχναμε νερόμυλους με βολβούς από κυκλάμινα της ρούγας, ποτισμένα κι αυτά από τόσα νερά που περνούσαν πάνω τους. Εκτός από τη μεγάλη φυσική μπουγιάνα, που κολυμπούσαμε τσιτσίδι στο ποτάμι, φτιάχναμε και τη ρηχή γούρνα στον λάκκο της πάνω γειτονιάς σα μηχανικοί να πλυθούμε, ώσπου γέμιζε και την έσερνε το νερό της ρεματιάς.
Μια μέρα, που η παρέα μας γύριζε κατά το σούρουπο από τα παιχνίδια μας, η γιαγιά μας μάλωσε: «Μαύρα παιδιά», είπε, «πού πάτε, δίχως να ξέρει η μάνα σας; Μη φεύγετε μακριά από τα σπίτια, σε γούρνες και νερομάνες, εκεί μέσα κρύβονται οι νεράιδες. Είναι κακές αυτές. Σας παίρνουν τη λαλιά οι νεράιδες».
Την επόμενη, φύγαμε κρυφά στις χαράδρες ως το απόβραδο και δεν βρήκαμε πουθενά νεράιδες. Άλλη φορά, κατά το ηλιοβασίλεμα, μας περίμενε στο κατώφλι της εξώπορτας. «Επειδή είστε καλά παιδιά», είπε, «καθίστε να σας πω την ιστορία και τους θρύλους μας. Οι προγονοί μας παλιά δεν ήταν εδώ, ζούσανε απάνω στα Σιάδια που λεγότανε Θεοτόκιο, μόνο με μια πηγή του Σύρτου, που στάζει ακόμα ένα δάχτυλο. Τόσος κόσμος με τα σφαχτά τους, δίχως νερό, πώς να ‘κανε; Ένα βράδυ που ο πιστικός μάζεψε το κοπάδι του, πρόσεξε ότι του έλειπε ο τράγος και το πρωί ξαναγύρισε στο κοπάδι με τα γένια βρεγμένα. Από τα γένια του, ο πιστικός νόησε ότι κάπου υπήρχε νερό. Το σούρουπο, πριν μπουν τα σφαχτά στη στρούγκα, ο τράγος ξεκόπηκε πάλι και μπήκε στο δάσος. Κι αυτός τον πήρε κατά πόδι στ’ αδιαπέραστα πυκνά δέντρα και στους θάμνους, που δεν τα τρυπούσε ούτε αγρίμι, ως στο ξέφωτο που σήμερα βρίσκεται το παρεκκλήσι της Άι Παρασκευής. Κι άκουσε κάτω βαθιά στην ποταμιά θορύβους και κελαρύσματα νερών να αχούσαν στο χάος. Ο τράγος έτρεχε μπροστά διψασμένος και έφτασε εκεί που ενώνονταν τρεις παραπόταμοι στο ποτάμι, στο σημερινό μεσοχώρι, που το 1525 χτίστηκε η εκκλησιά του Αγιώρη. Τότε ο πιστικός γελαστός και χαρούμενος γύρισε στα Σιάδια, έβαλε μπροστά το χωριό με το βιος και τα σφαχτά τους και κατοίκησαν την ευλογημένη Λεσινίτσα μας. Άλλοι λένε ότι τον τράγο τον έψαχνε μια Νίτσα που κακοποιήθηκε στο δάσος από αγρίους, έπαθε λέσια και το όνομα είναι τα λέσια της Νίτσας. Άλλοι πάλε λένε από το λούω, λουσμένος, κολυμπημένος. Μαύρα μου παιδιά, μη κάμετε και βγείτε από το χωριό κι αργείτε να μαζεύεστε τις νύχτες. Ξέρεις τι γίνεται στα δασωμένα μέρη μας που μπαίνουν και βγαίνουν ζωντανοί και πεθαμένοι, φαντάσματα και αγρίμια; Μπορεί να σας βγει στους λάκκους αναμαλλιάρα η Νίτσα, πλένοντας τα λέσια της και ποιος ξέρει τι θα γίνει. Αυτή να ζητάει βοήθεια, όπως κάνουν οι κακοποιημένοι, κι εσείς να νομίζετε σας σκιάζει. Αλλά δεν ακούστηκε ποτέ ότι βγαίνει τις νύχτες η Νίτσα μας, η κακομοίρα. Αν σας πιάσει η νύχτα, να βαστάτε σπίρτα για τα κακά πνεύματα. Δε λέμε να φυλάγεστε από τη Νίτσα μας και τον πιστικό μας. Αυτοί είναι σαν πολιούχοι μας. Από κακοποιούς να φυλάγεστε που βρικολακιάζουν τις νύχτες και να προσέχετε τα σπίρτα. Έχομε μπόλικα νερά, αλλά αν πάρει φωτιά, αυτά δεν ξαναγυρίζουν να γλιτώσουν τα δάση». «Πώς δεν τ’ ονόμασαν οι προγονοί μας τραγοχώρι;» είπα, δήθεν με σοβαρότητα να την πειράξω. «Μη ξαναλές σαχλαμάρες», μου ‘πε η γιαγιά, «θα κακοφανεί της καημένης της Νίτσας».
Εμείς, ένα ερέθισμα θέλαμε, κι αποφασίσαμε να βρούμε τον δρόμο του τράγου για τα Σιάδια, την παλιά εστία των προγόνων. Εφόσον είχαμε μάθει στο σκολειό για τις μεγάλες εξερευνήσεις, ήρθε η αράδα μας. Ενώ όλες οι βρύσες γαργάριζαν αστείρευτες σαν τον καιρό του τράγου, ο δρόμος είχε πατηθεί, τα δάση είχαν αλλάξει. Μόνο η αιωνόβια βαλανιδιά της Άι Παρασκευής είχε μείνει εκεί ψηλά, σηματωρός στους αγέρηδες, δείχνοντας τις ρίζες της ιθαγένειάς της. Τα ανεβοκατεβάσματα μαχαίρι, όταν ακούσαμε γαυγίσματα και φωνάξαμε «βοήθεια». Ο συγχωριανός μας πιστικός, που μάζεψε τα σκυλιά, δεν ήταν εκείνος του τράγου. Μας έβαλε να κάτσομε σιάδι στο χορτάρι και μας έτριψε καλαμποκένιο ψωμί με φρέσκο γάλα. «Σιάδι, ίσιο μέρος», είπε, «γι’ αυτό λέγεται Σιάδια. Εδώ στα γκρεμισμένα χαλάσματα ήταν ο παλιός οικισμός κι ένας τράγος ανακάλυψε τα μπόλικα νερά του χωριού μας». «Τον δρόμο του τράγου ήρθαμε να βρούμε», είπαμε, κοιτάζοντας τον ήλιο πάνω από το πηγάδι του Σύρτου, που έπαιρνε να χαθεί στις βουνοκορφές προς τη θάλασσα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, οι τρεις μικροί ερευνητές, μετά από τόσους αιώνες πατώντας πάνω στον ορεινό δρόμο του τράγου. Αυτός ανακάλυψε το χωριό με τις αμέτρητες πηγές και βρυσομάνες κι εμείς βαδίσαμε πάνω στον δρόμο του τράγου. Όταν βγήκαμε στην Άι Παρασκευή, κάτω αχούσε η ποταμιά και αντηχούσαν οι χαράδρες από τις φωνές των μανάδων: «Όρε Νίκο…, όρε Αλέκο…, όρε Μανώλη…;» Και όπως ήμασταν διψασμένοι, πέσαμε γονυπετείς σα δέηση στη γάργαρη χορταριασμένη βρυσομάνα του Αγιώρη, όπως και ο τράγος, να πιούμε αθάνατο νερό γυρίζοντας ερευνητές από τον δρόμο του τράγου, πριν ακόμα πέσει η νύχτα εκείνο το παιδικό καλοκαίρι μας.
Αθήνα, Ιούλης 2023