Η Λεσινίτσα και η Γούβα κατά την πρώτη Οθωμανική απογραφή το 1432

Μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389 και την κατάκτηση των Αλβανικών επαρχιών, το 1418 οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Αργυρόκαστρο προχωρώντας νοτιότερα. Παράλληλα, είχαν ξεκινήσει την διοικητική ανακατάταξη των περιοχών μοιράζοντας τες σε Σαντζάκια, Καζάδες και Ναχιγιέδες. Το 1432, γίνεται η πρώτη απογραφή όπου συντάχθηκε και το γνωστό ως Αρβανίτικο δεφτέρι ή «Hicrî 835 tarihli Sûret-i defter-i sancak-i Arvanid».

Το κατάστιχο, που ήρθε στο φως τη δεκαετία του 1950 είναι το μοναδικό που σώθηκε ολόκληρο και από τα ελάχιστα έγγραφα που υπάρχουν από την περίοδο πριν από την πτώση της Βασιλεύουσας. Συντάχθηκε με εντολή του Σουλτάνου Μουράτ Β’ το 835 από έτος Εγίρας – ε.Ε (1431-1432), αποτελείται από 151 φύλλα, είναι συγκεντρωτικό1, και περιλαμβάνει την καταγραφή τιμαρίων καθώς και τις μεταβολές τους μέχρι το 859 από ε.Ε (1454 – 1455).

Παρά τη σημασία του ως πηγή πληροφόρησης για τα μέσα του 15ου αιώνα, η εικόνα που μεταφέρει είναι χαοτική. Από τα βασικότερα μειονεκτήματα είναι η γραφή του, η οποία γινόταν από την Ελληνική φωνητική στην Οθωμανική γραφή. Για παράδειγμα, ο ντόπιος έλεγε το μέρος αυτό λέγεται «Αγία Παρασκευή» και ο Οθωμανός το έγραφε ως «Aya Priskivi», το Αργυρόκαστρο γράφονταν «Aryurikastri», η Δερόπολη «Edrine» κ.τ.λ. Η Οθωμανική ΔΕΝ αποδίδει τα φωνήεντα με αποτέλεσμα το σύνολο των τοπωνυμίων να έχουν μεταφερθεί λάθος, οπότε και η ανάγνωση τους σήμερα γίνεται με μεγάλη δυσκολία και τα περισσότερα τοπωνύμια παραμένουν αταύτιστα.

Τιμαριωτικό σύστημα2: η κατακτηθείσα γη, κτήματα, κοπάδια, περιουσίες κ.τ.λ, ανήκαν πλέον στον Σουλτάνο, ο οποίος τα μοίραζε σε τιμάρια (αγροτικές μερίδες) και τα παραχωρούσε στους Σπαχήδες3 που τα κατακτούσαν ή σε υποταγμένα πρόσωπα σε αυτόν. Τιμαριούχοι, ήταν και πολλοί εξισλαμισμένοι πρώην άρχοντες Αλβανοί από περιοχές που οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει πολύ νωρίτερα. Οι τιμαριούχοι, δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας και ο Σουλτάνος μπορούσε να το ανακαλέσει αν δεν ήταν υπάκουοι. Η εξουσία που ασκούσαν επίσης ήταν ρυθμισμένη. Έπρεπε να συλλέγουν τους φόρους και ήταν υποχρεωμένοι να συντηρούν ετοιμοπόλεμο στρατό υπέρ του Σουλτάνου.

Κατακτώντας ένα χωριό, οι Σπαχήδες το απέγραφαν και προχωρούσαν για το επόμενο. Για να μην είχαν προστριβές και διεκδικήσεις, ένα χωριό μπορεί να μοιραζόταν σε μερίδια όπου το κάθε ένα να άνηκε σε διαφορετικό τιμαριούχο. Με αυτό τον τρόπο, στο κατάστιχο πολλά τοπωνύμια επαναλαμβάνονται και ένα από αυτά είναι και η Λεσινίτσα. Ήταν μοιρασμένη σε έξι μερίδια και το κάθε ένα άνηκε σε διαφορετικό τιμαριούχο. Και τα δυο χωριά, ανήκαν στο ταπί ή την επαρχία Βαγενετίας4. Οι τιμαριούχοι της Λεσινίτσας, ήταν μουσουλμάνοι Σπαχήδες από την Ανατολία, πέντε εκ των οποίων ήταν εξόριστοι όπως διευκρινίζεται στο κατάστιχο, επίσης κατείχαν τα τιμάρια από την εποχή του αποθανόντος σουλτάνου (merhum Sultan). Η απογραφή αυτή, έγινε επί Μουράτ Β’, ενώ ο προηγούμενος Σουλτάνος Μωαμέθ Α’ βασίλεψε από το 1413 μέχρι το 1421.

Δεδομένου ότι το Αργυρόκαστρο έπεσε στα χέρια τον Οθωμανών το Σεπτέμβριο 1418 και λαμβάνοντας υπόψη την μικρή απόσταση που τα χωρίζει, η κατάληψη της Λεσινίτσας έγινε αμέσως μετά.

Λεσινίτσα

66 – Νοικοκυριά, – (Στο συγκεντρωτικό κατάστιχο δεν γράφονταν τα μέλη αναλυτικά αλλά μόνο ο αριθμός των νοικοκυριών. Νοικοκυριό θεωρούνταν ένα ζευγάρι με 2-3 παιδιά, άλλα και μια οικογένεια με παντρεμένα παιδιά και εγγόνια, επομένως οποιαδήποτε προσπάθεια να υπολογιστεί ο πληθυσμός είναι αδύνατη)
1 – Χήρα,- (Νοικοκυριά στα οποία ο σύζυγος είχε αποβιώσει, οπότε αρχηγό όριζαν την χήρα)
0 – Μόνος, – (Άνθρωποι χωρίς άλλα οικογενειακά μέλη)
Αξία: 4.301 Akçe, – (Ακτσές ήταν νόμισμα της εποχής γνωστό και ως Άσπρο. Βάση αυτής της αξίας απέδιδαν τον φόρο στον Σουλτάνο. Σε αυτόν, δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσοστό που κρατούσε ο τιμαριούχος)

Αναλυτικά οι τιμαριούχοι της Λεσινίτσας ήταν:

1. Τιμάριο του Sati: Νοικοκυριά 18, Αξία 1010 Akçe. Είναι ο νεότερος τιμαριούχος, του οποίου του μεταβιβάστηκε από κάποιον προηγούμενο.
2. Τιμάριο του Hamza: Νοικοκυριά 17, Αξία 945 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε μερίδιο και στο χωριό [Tornuk]5 (αταύτιστο) που ανήκει και αυτό στο ταπί Δελβίνου.
3. Τιμάριο του Hamza: (συνωνυμία) Νοικοκυριά 10, Αξία 632 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε μερίδια στα χωριά [Kirasine και Zavene] (αταύτιστα) που άνηκαν στο ταπί Αργυροκάστρου.
4. Τιμάριο του Çepni: Νοικοκυριά 8, Χήρα 1, Αξία 716 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο είχε μερίδιο και στο χωριό [Isradinişte] (αταύτιστο) δεν διευκρινίζεται σε ποια επαρχία άνηκε.
5. Τιμάριο του Aydin: Νοικοκυριά 6, Αξία 560 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε μερίδιο και στο χωριό [Zelye]  (αταύτιστο) που άνηκε στο ταπί του Ζαγορίου.
6. Τιμάριο του Karaca: Νοικοκυριά 7, Αξία 438 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε και το χωριό Αγία Παρασκευή [Aya-Priskivi]  (αταύτιστο) που άνηκε στο ταπί της Δερόπολης.

Η εμφάνιση της Λεσινίτσας στο τιμάριο του Karaca.

Η Λεσινίτσα, με συνολικά 67 νοικοκυριά, δείχνει να ήταν ένα αρκετά μεγάλο χωριό για την εποχή εκείνη όπου ο μέσος όρος των καταγεγραμμένων στο κατάστιχο είναι από 5 έως 25 νοικοκυριά. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι το χωριό υπήρχε από εκατονταετίες πριν την εμφάνιση των Οθωμανών.

Η τοποθεσία Καρατζά, στο βάθος διακρίνεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου.

Εκείνο που αξίζει να παρατηρήσει κανείς στον τελευταίο τιμαριούχο της Λεσινίτσας, είναι το όνομά του, Karaca, Καρατσά ή Καρατζά. Να θυμίσω ότι στο κέντρο του χωριού της Άνω Λεσινίτσας υπάρχει τοποθεσία με το ίδιο όνομα. Η πιθανότητα ο τιμαριούχος αυτός να εγκαταστάθηκε κατά κάποιο τρόπο στο σημείο και έτσι να έμεινε το όνομα του μέχρι τις μέρες μας, είναι η πιθανότερη εκδοχή.

Γούβα

12 – Νοικοκυριά
2 – Μόνοι
Αξία: 1.115 Αkçe

Η Γούβα δεν ανήκε σε μεμονωμένο τιμαριούχο αλλά σε ένα σύνολο της επαρχίας Δελβίνου που συγκροτούσαν χάς (hās). Όλα μαζί ανήκαν στον Αλή μπέη, εξισλαμισμένο Αλβανό άρχοντα και εγγονό του Αρανήτη από την κεντρική Αλβανία. Μαζί με τα Αργυρόκαστρο και Δέλβινο είχε την Βαλαγράδα (σήμερα Βεράτιο) και την Μουζακία.

Η Γούβα και τα κοντινά χωριά Τσερκοβίτσα, Άγιος Ανδρέας, Γιαννιτσάτι όπως αναφέρονται στο κατάστιχο.

Το 1432 καταγράφηκαν στη Γούβα 14 νοικοκυριά. Το αμέσως επόμενο διαθέσιμο κατάστιχο της περιόδου είναι για το 991 από ε.Ε (1582-1583). Σε αυτό δεν υπάρχει πλέον η Γούβα αλλά η Κάτω Λεσινίτσα και μάλιστα είχε 100 νοικοκυριά. Η αύξηση των νοικοκυριών είναι μεγάλη, αλλά η δομή των κατάστιχων δεν βοηθά να εξηγηθούν πολλά ερωτήματα. Στην Οθωμανική στατιστική που δημοσιεύτηκε το 1895 η Κάτω Λεσινίτσα εξακολουθεί να είχε 100 οικογένειες και πληθυσμό 735 άτομα (388 Α. & 347 Θ.), ελάχιστα πιο πολυπληθής από την Άνω Λεσινίτσα που είχε 95 οικογένειες και 612 άτομα (318 Α. & 294 Θ.).

Μερική άποψη της περιοχής της Γούβας με ορατή την μεγάλη σπηλιά.

Ο μέσος όρος της αξίας της Γούβας το 1432, αξιολογήθηκε σε 80 Akçe ανά νοικοκυριό, όταν η αντίστοιχη της Λεσινίτσας ήταν 64 Akçe. Με βάση αυτό, το βιοτικό επίπεδο δεν ήταν αιτία που ανάγκασε τους κατοίκους να αναζητήσουν έναν άλλο τόπο. Ο λόγος μετεγκατάστασης ήταν οι νέοι κατακτητές, οι οποίοι εκτός από βάρβαροι, ήταν παντελώς ξένοι από κάθε άποψη σε γλώσσα, πολιτισμό, θρησκεία. Σχετικά με τον χρόνο μετεγκατάστασης στην νυν τοποθεσία, αν και από τα δυο κατάστιχα προσδιορίζεται μεταξύ του 1450 και 1580, θεωρώ ότι αυτό έγινε πριν από το 1500.

Θωμάς Μπούλιος

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο λαογράφο μας Γρηγόρη Κατσαλίδα. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής στο έργο, τη μνήμη αλλά και στο παράπονο του. Τον είδα για τελευταία φορά λίγο πριν το μεγάλο του ταξίδι και ενώ ήταν φανερά καταβεβλημένος, επέμενε να στρέφει τη συζήτηση γύρω από το μεγάλο του πάθος την ιστορία. Του εκμυστηρεύτηκα ότι ερευνώντας αρχεία βρήκα στοιχεία για γεγονότα στα οποία εκείνος αναφέρεται καθαρά από διηγήσεις παλαιοτέρων και ότι ήταν ακριβώς όπως τα γράφει. Ενώ περίμενα να χαρεί, έκπληκτος παρατήρησα ότι συγκινήθηκε και γύρισε το κεφάλι του αγναντεύοντας από το παράθυρο.

Σημειώσεις

  1. Υπήρχαν και τα πρωταρχικά κατάστιχα που συμπλήρωναν και κρατούσαν οι ίδιοι οι τιμαριούχοι βάση των οποίων συντάσσονταν τα συγκεντρωτικά που στέλνονταν στην Πύλη. Στα πρωταρχικά κατάστιχα γράφονταν και τα ονόματα των οικογενειαρχών που πλήρωναν φόρους. ^
  2. 1 Τιμάριο είχε απόδοση έως 20.000 Αkçe (νόμισμα της εποχής) και το είχε ο Σπαχής, από 20.000 έως 100.000 ήταν ζεαμέτι (zeāmet) και το είχε ο Σούμπασις, και από 100.000 και άνω ήταν χάς (hās) που το είχε ο σαντζάκ-μπέης ή μπεηλέρ-μπέης. ^
  3. Στρατιωτικός και αρχηγός μιας ομάδας πολεμιστών. Αυτοί που τον ακολουθούσαν ήταν συνήθως συγγενείς ή γνωστοί (γιοι, αδέλφια, ανίψια, γνωστοί κτλ.) ^
  4. Το σημερινό Δέλβινο πριν μετονομαστεί. ^
  5. Τα αταύτιστα τοπωνύμια τα μεταφέρω όπως γράφονται με τα σημερινά λατινικά γράμματα της Τουρκικής γλώσσας. ^

Πηγές – Παραπομπές

  • H. İnalcık: Hicrî 835 tarihli Sûret-i defter-i sancak-i Arvanid, 1954.
  • H. İnalcık: Timariotes chrétiens en Albanie au XV, 1951.
  • S. Pulaha: Defteri i regjistrimit të Sanxhakut të Shkodrës i vitit 1485, 1974.
  • K. Käser, S. Shkurti, A. Dhrimo: Der Mythos vom Wandervolk der Albaner, 1997.
  • Π. Αραβαντινός: Χρονογραφία της Ηπείρου, 1856.
  • Π. Πουλίτσας: Ηπειρώτικα Χρονικά, 1930.
  • Χρονικό Κομνηνού μοναχού και Πρόκλου μοναχού (γνωστό και ως «Χρονικό των Ιωαννίνων»)