Συλλογή και επεξεργασία του σπάρτου στη Λεσινίτσα της Βορείου Ηπείρου

Γράφει ο Νίκος Θ. Υφαντής,
συνταξιούχος φιλόλογος,
Πρόεδρος του Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών

(Από τα χειρόγραφα του συγγραφέα που απέστειλε στο lesinitsa.gr)

Η Κάτω Λεσινίτσα, χωριό επάνω στην οροθετική γραμμή Ελλάδας-Αλβανίας, χαμηλότερα από την Πάνω Λεσινίτσα, βρίσκεται σε ένα βαθύ πλάτωμα που περισφίγγεται από βουνά.

Τόπος ορεινός, απόκρημνος, δύσκολος για την παραμονή και διαβίωση των κατοίκων. Ένας τόπος άγονος και ανήλιος.

Τα βουνά που περικλείουν το χωριό, η Στουγάρα στα ανατολικά, το Σεντενίκο στα δυτικά, η Κορ(υ)τιά στα νοτιοδυτικά προς τη γειτονική Δρόβιανη και η Πολυτσά στην Πάνω Λεσινίτσα, εμποδίζουν τους χειμερινούς μήνες να περάσει ο ήλιος. Βροχές και χιόνια πολλά. Οι κάτοικοι κλεισμένοι στα «φτωχικά» τους περιμένουν τον Μάρτη, με το μεγάλωμα της μέρας, να δουν ήλιο και να ζεσταθεί ο τόπος.

Η μοναδική διέξοδος για το Θεολόγο, τα χωριά των Ριζών και τους Αγίους Σαράντα είναι η στενή διάβαση της Κλεισούρας, με απότομες και απόκρημνες πλαγιές.

Την Κάτω Λεσινίτσα την αποτελούν πέντε συνοικισμοί (μαχαλάδες): Το Χαλιοπούλι, Σιματάτι, Κωτσάτι, Λεσκοβέτσι, Λιτσάτι με πάνω από τριάντα οικογένειες το καθένα (παλαιότερα) και σε απόσταση μεταξύ τους πάνω από είκοσι λεπτά. Την Απάνω τρεις συνοικισμοί, Άνω Μεριά, Κάτω Μεριά και Λάκα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν τσιφλίκι (μπέικο).

Οι δυο Λεσινίτσες καθώς και όλα τα χωριά των Ριζών, του Θεολόγου: Δίβρη, Αγιανδριάς, Τσερκοβίτσα, Μάλτσιανη, Γριάζανη, Σμήνετση, Γιαννιτσάτι, δεν ήταν αγαλίτικα. Τσιφλίκια των μπέηδων, ήταν χωριά του Βουθρωτού (Βούρκου).

Τόπος φτωχός και άγονος έδιωχνε τους κατοίκους του στην ξενιτιά, Αμερική, Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη. Αρκετοί Λεσινιτσιώτες ασκούσαν το επάγγελμα του ασβεστά και του καλαντζή. Ασβεστάδες και καλαντζήδες (γανωματήδες) περιέρχονταν τα χωριά των Ριζών, του Βούρκου, της Δερόπολης, του Πωγωνίου.

Οι περισσότεροι ασχολούνταν με τη συλλογή και επεξεργασία του σπάρτου. Για το λόγο αυτό τους έδωσαν το παρατσούκλι: Σπαρτορούτηδες και Σπαρτοβράκιδες. Οι γυναίκες φορούσαν ρουτί, πουκαμίσα λίγο πιο πάνω από τους αστραγάλους, με μανίκια που κουμπώνανε στους καρπούς, ανοιχτό στο στήθος και ταντέλα στον ποδόγυρο. Οι άνδρες φορούσαν βρακί μέχρι το γόνατο που συγκρατιόταν με βρακοζώνη στη μέση, ενώ στα πόδια φορούσαν βρακοπόδαρα, για να συγκρατούν το βρακί λίγο πιο κάτω από το γόνατο.

Η εκατοντάχρονη γιαγιά μου, μου έλεγε πως οι Λεσινιτσιώτες ποτέ δεν έφτιαχναν ρουτιά και βρακιά από σπάρτο, γιατί ήταν πολύ σκληρά και άβολα. Όμως έτσι και αλλιώς, τους δόθηκε το παρατσούκλι και παρέμεινε. Με τη συλλογή και επεξεργασία του σπάρτου ασχολούνταν και οι κάτοικοι των Ριζών καθώς και τα πέρα χωριά της Δερόπολης.

Στα βορεινά της Λεσινίτσας φυτρώνει άφθονος σπάρτος. Μεγάλες εκτάσεις στις πλαγιές από ασπαρτιές, πάνω από το Χαλιοπούλι.

Παρενθετικά, είναι γνωστό ότι στη Λεσινίτσα, εκτός από σπάρτο απέραντες εκτάσεις υπάρχουν από καστανιές, ιδιόκτητες και κοινοτικές. Πανηγύρι στο μάζεμα καστανιών. Οι νοικοκυραίοι στους κήπους τους τα παραχώνανε σε μεγάλες γούρνες και τα σκέπαζαν με άμμο. Τα κάστανα διατηρούνταν έτσι για πολύ καιρό.

Να επανέλθουμε όμως, στη συλλογή του σπάρτου. Τις ασπαρτιές την άνοιξη, τον Μάρτη, τις έκοβαν πιο ψηλά από τη ρίζα για να φουντώσουν και να βγάλουν νέα βλαστάρια, βέργες ψηλές μέχρι και ενάμιση μέτρο. Με απόφαση της Μουχταροδημογεροντίας από την άνοιξη μέχρι τα μέσα Αυγούστου απαγορεύονταν να βόσκουνται οι σπαρτότοποι, γιατί τα γίδια, κυρίως, έτρωγαν τα νιόβγαλτα «λουμάκια».

Πρώτη φάση – το μάζεμα του σπάρτου: Μετά το δεκαπενταύγουστο αρχίζουν και πέφτουν τα κίτρινα άνθη και ξεκινάει η συλλογή του σπάρτου. Όλες οι απαραίτητες δουλειές: μάζεμα, βράσιμο, κοπάνισμα, πλύσιμο στο ποτάμι, είναι ανάγκη να τελειώσουν ως τα τέλη του τρυγητή, πριν πιάσουν τα πρωτοβρόχια του Άι Δημήτρη και κατεβάσουν νερά τα ποτάμια. Υπάρχει κίνδυνος να παρασύρουν τα δεμάτια από τις χεινοπωριάτικες «κατεβασιές» των ποταμών και όλοι οι προηγούμενοι κόποι να πάνε χαμένοι.

Το μάζεμα του σπάρτου παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα. Οι γυναίκες με το σχοινί «πιστρωμένο» για το ζαλίκωμα και το δρεπάνι περασμένο στη μέση ξεκινούν χαράματα.

«Σκαπετούν» στο «σκότολο» και στις «κίτερες», προς το Σελλιό και το Κλεισάρι της Δερόπολης. Φτάνοντας στις ασπαρτιές αρχίζει το μάζεμα. Με το δρεπάνι κόβονται οι βέργες χεριές-χεριές και γίνονται χερόβολα (δέματα). Ζαλώνονται μετά τα δεμάτια οι γυναίκες και γυρίζουν στα σπίτια.

Δεύτερη φάση – βράσιμο, κοπάνισμα, πλύσιμο: Στο σπίτι τα χερόβολα διπλώνονται, σπάνε στη μέση και δένονται πάλι με σπάρτο. Έτσι, δεμένα τα ρίχνουν στα καζάνια με βραστό (χουχλαστό) νερό, να βράσουν καλά ώσπου να πρασινίσουν (να χάσουν το χρώμα τους). Τα βρασμένα χερόβολα τα απλώνουν λίγες μέρες να στεγνώσουν, για να μη σαπίσουν οι βέργες.

Άλλη δουλειά μετά είναι το «πατίκωμα» στις νεροσυρμές, μέσα σε γούρνες των ποταμιών. Ολόκληρο το δεμάτι σκεπάζεται με νερό και πιέζεται με μεγάλες ποταμίσιες πέτρες. Μετά από μια βδομάδα ή και περισσότερο βγάζουν τα δεμάτια από το νερό και αρχίζει το ξεφλούδισμα. Από κάθε βέργα βγάζουν τις φλούδες, τις ίνες και οι βέργες μένουν γυμνές, θα τις χρησιμοποιήσουν τις χειμωνιάτικες μέρες στα τζάκια. Οι φλούδες μαζεύονται πάλι σε μικρά δεμάτια (σκουλιά) και ξαναμπαίνουν στο νερό στο ποτάμι να «ξεφαρμακωθούν», να τους φύγει δηλαδή η πρασινάδα. Με έναν ειδικό στρογγυλό κόπανο αρχίζει το κοπάνισμα των σκουλιών πάνω σε μεγάλες και λείες ποταμίσιες πέτρες. Με το κοπάνισμα έχουμε το «ξέβγαλμα», το ξέπλυμα των σκουλιών με άφθονο νερό. Αχολογούν οι ποταμιές, οι ρεματιές και τα πλάγια, στον Άγιο Χαράλαμπο, στη Νταβέρα, στο Μπιλό, στα βαρικά, στις γουβόπετρες από τα κοπανίσματα και τα τραγούδια. Δουλειά δύσκολη, κουραστική, που γίνεται όμως ευχάριστη με το γέλιο και το τραγούδι. Και πάλι μετά το κοπάνισμα τα ξαναβάζουν στο νερό για μια εβδομάδα, για να ασπρίσουν τελείως οι φλούδες.

Τα σκουλιά δένονται μετά σε μεγαλύτερα στρόγγυλα δέματα (στρουπιά το λένε) και πάλι τα κοπανίζουν με τους στρουποκόπανους για να καθαρίσουν τελείως και να μείνει το καθαρό νήμα (κλωστή).

Τρίτη φάση – λανάρισμα, ρόκα, αργαλειός: Το καθαρό νήμα λαναρίζεται με γύφτικα λανάρια. Τα λανάρια αυτά έχουν περόνια (καρφιά) ως δεκαπέντε πόντους. Μετά το λανάρισμα έρχεται η σειρά της ρόκας. Οι γυναίκες περνούν τις ατελείωτες χειμωνιάτικες νύχτες γνέθοντας στις ρόκες το λαναρισμένο γνέμα.

Τελευταία έρχεται η δουλειά του αργαλειού. Κάθε οικογένεια διαθέτει τον δικό της αργαλειό. Το νήμα του σπάρτου θα γίνει ύφασμα. Από σπάρτινο ύφασμα θα ετοιμαστούν οι προίκες των κοριτσιών. Κιλίμια, στρώματα, μαξιλάρια, σακκούλια, σακιά και άλλα σπάρτινα στρωσίδια. Πολλά από αυτά βάφονται σε διαφορετικούς χρωματισμούς με βαμβακερή μπογιά. Η γιαγιά μου, που είχε περάσει τα εκατό, θυμάται πως πολύ παλαιότερα έφτιαχνε φουστανέλες από το σπαρτό. Τις ύφαιναν με ψιλό υφάδι για να ομορφαίνουν στο γύφασμα.

Σημείωση: Για τη σπαρτοβιοτεχνία της Λεσινίτσας ασχολήθηκε και ο Αλεξ. Μαμόπουλος (Ήπειρος, τομ.Α ΄1961, σελ. 179 και τομ.Β 1964, σελ 259).