Πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα στην Ήπειρο – με την πένα του Β. Μπαρά εν έτει 1905

Ένα σύντομο λαογραφικό σημείωμα, για τα πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα στην Ήπειρο, δημοσίευσε ο Λεσινιτσιώτης Βασίλειος Μπαράς, στις 29 Δεκεμβρίου του 1905 στην εφημερίδα των Αθηνών «Ο Πύρρος». Γράφτηκε για χάρη των ξενιτεμένων Ηπειρωτών, ταξιδεύοντάς τους νοερά στην τότε τουρκοκρατούμενη μεν αλλά ενιαία δε Ήπειρο, με τα κοινά ήθη, έθιμα και παραδόσεις, λίγα χρόνια προτού οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίσουν την άδικη διαίρεσή της.

Ήταν το πρώτο άρθρο του νεαρού δασκάλου, που είχε γυρίσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ασκώντας με μεγάλο ενθουσιασμό και ζήλο το διδασκαλικό του έργο, αλλά και καταγράφοντας τις παραδόσεις και την ιστορία της Ηπείρου. Το σημείωμα, όπως αναφέρει ο ίδιος, προέρχεται από την ανέκδοτη συλλογή του «Τα Πάτρια ήθη και Έθιμα».

Τμήμα του άρθρου (εφημ. «Ο Πύρρος», 1905)

Απόδοση στη δημοτική

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ

Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Με την ευκαιρία της ερχόμενης πρωτοχρονιάς απέσπασα, για χάρη των ξενιτεμένων Ηπειρωτών, από την ανέκδοτη συλλογή μου με τίτλο «Τα Πάτρια ήθη και Έθιμα» την παρακάτω περιγραφή των ηθών και εθίμων της Πρωτοχρονιάς.

Κάνοντας οικονομία στον πολύτιμο χώρο του «Πύρρου», προσπάθησα να κάνω αυτήν την περιγραφή όσο το δυνατόν πιο σύντομη.

Κατά την ημέρα της Πρωτοχρονιάς κόβουν κλαδιά ελιάς και τα κρεμάνε έξω από την πόρτα των σπιτιών. Το βράδυ μετά το δείπνο τα βάζουν μέσα στο σπίτι. Καθαρίζουν το κέντρο της γωνιάς που πάνω σε αυτήν οι χωρικοί δημιουργούν την εστία για θέρμανση και για διάφορες άλλες οικιακές υπηρεσίες (το τζάκι δηλαδή). Η γωνιά αυτή είναι συνήθως στρωμένη με πλάκες. Αφού καθαρίσουν το κέντρο της πλάκας, διαλέγουν τα νεότερα φύλλα από τα κλαδιά της ελιάς, βάζοντας πρώτα ένα από αυτά στην καθαρισμένη πλάκα προς τιμήν του Αγίου Βασιλείου και λέγοντας το εξής: «Αϊ Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει, χρόνους πολλούς». Το φύλλο ωθούμενο από τη θερμότητα ανατινάσσεται προς τα επάνω και σχηματίζει κυκλική περιφέρεια. Πολλά όμως φύλλα δεν ανατινάσσονται και το γεγονός αυτό τους ταράζει όλους γιατί το θεωρούν κακό οιωνό. Συνεχίζοντας, ρίχνουν το ελαιόφυλλο στο όνομα του κεφαλονυκοκοίρη (δηλ. του οικογενειάρχη) και έτσι ρίχνουν διαδοχικά κατά σειρά, κατά την ηλικία δηλαδή του καθενός, ένα ελαιόφυλλο για κάθε άρρεν μέλος της οικογένειας. Έπειτα, αφού ρίξουν για όλα τα άρρενα μέλη, ξεκινούν να ρίχνουν για τα θήλεα. Ξεκινούν από την μαμμή, αν υπάρχει, ή αν δεν υπάρχει από την «Μεγάλη». Μεγάλη αποκαλούν την μεγαλύτερη σε ηλικία. Σαφώς, όπου κατοικούσαν δύο ή περισσότερα αδέρφια στο ίδιο σπίτι, η σύζυγος του μεγαλύτερου λέγεται «Μεγάλη» και αυτός λέγεται «κεφαλονοικοκύρης». Και έτσι, ρίχνουν για όλα τα θήλεα μέλη της οικογένειας. Αφού ρίξουν για όλα τα άτομα, άρρενα και θήλεα, στη συνέχεια ρίχνουν και για τα κατοικίδια ζώα, βάζοντας πολλά κλαδιά μαζί και ρίχνοντας πάνω σε αυτά «μπρούσια» λέγοντας «μπρούσια αρνιά, μπρούσια κατσίκια κλ. μπρούσια γρόσια». Ολοκληρώνουν όλες τις παραπάνω ευχές με αυτήν την τελευταία. Σε πολλά ορεινά ή ψυχρά μέρη της Ηπείρου στα οποία δεν υπάρχουν ελιές λόγω του ψυχρού κλίματος, αντικαθιστούν τα ελαιόφυλλα με κόκκους σιταριού. Το πρωί, επιστρέφοντας από την εκκλησία και μπαίνοντας στο σπίτι, φέρνουν όλοι στα χέρια κλαδιά τα οποία τα βάζουν στην φωτιά λέγοντας «όσα φύλλα και κλαδιά τόσα γρόσια και φλωριά».

Μετά το γεύμα οι κόρες ή οι νύφες κάθε χωριού πηγαίνουν στα αμπέλια έχοντας κάθε μία το καλάθι της με πίτα και μπουρέκι και την πλότσκα (ξύλινο δοχείο) με κρασί για να τα «φιλέψουν» ως εξής: βάζουν σε σχήμα σταυρού στη ρίζα τεσσάρων ή περισσότερων κλημάτων μέρος της πίτας και του μπουρεκιού. Μετά χύνουν κρασί στο κλήμα λέγοντας «σου δίνω λίγο να μου δώσεις πολύ». Έπειτα τρώνε και αυτές μέρος της πίτας εντός του αμπελιού.

Μετά από αυτό μαζεύονται όλες μαζί σε ένα μέρος και χορεύουν μέχρι το βράδυ. Τα φαγητά και τα κρασιά που μένουν τα διανέμουν στους φτωχούς ή στους ξένους. Το βράδυ επιστρέφουν στο σπίτι τους τραγουδώντας διάφορα τραγούδια.

Αθήνα, 24η Δεκεμβρίου 1905
Διατελώ με μεγάλη υπόληψη,
Βασίλειος Γ. Μπαράς

ΣΗΜ. μπρούσια λέγεται η θράκα αναμεμιγμένη με στάχτη, αλληγορικά σημαίνει αφθονία, για αυτό εύχονται «μπρούσια αρνιά κλ.»

Κείμενο πρωτότυπου (εφημ. «O Πύρρος», 29-12-1905)

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΝ ΗΠΕΙΡΩ
Πολιτικώτατα ἔθιμα.
Ἀξιότιμε κ. Διευθυντά,
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐγγιζούσης πρωτοχρονιᾶς ἀπέσπασα, χάριν τῶν ἀποδημούντων Ἠπειρωτῶν, ἐξ ἀνεκδότου συλλογῆς μου φερούσης τὸν τίτλον «Τὰ Πάτρια ἤθη και Ἔθιμα» τὴν κατωτέρω περιγραφὴν τῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων τῆς Πρωτοχρονιᾶς.

Φειδόμενος τὸν πολύτιμον τοῦ «Πύρρου» χῶρον, προσεπάθησα ἵνα καταστήσω ταύτην ὅσον τὸ δυνατὸν σύντομον.

Κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πρωτοχρονιᾶς κόπτουσι κλάδους ἐλαίας οὓς κρεμῶσιν ἔξωθεν τῆς θύρας τῶν οἰκιῶν, εἰσάγοντες αὐτοὺς ἐντὸς τῆς οἰκίας, τὸ ἑσπέρας μετὰ τὸ δεῖπνον· καθαρίζουσι τὸ κέντρον τῆς γωνίας ἐφ’ ἧς κατὰ τὸ εἰωθός οἱ χωρικοὶ ἀνεξαιρέτως χάριν θερμάνσεως καὶ διαφόρων ἄλλων οἰκιακῶν ὑπηρεσιῶν ποιοῦσιν ἑστίαν, ἡ γωνία αὕτη συνήθως εἶναι ἐστρωμένη μὲ πλάκας, ἀφοῦ καθαρίσωσι τὸ κέντρον τῆς πλακός, ἐκλέγουσιν ἐκ τῶν κλάδων τῆς Ἐλαίας τὰ νεώτερα τῶν φύλλων, θέτοντες πρῶτον ἓν ἐξ αὐτῶν ἐπὶ τῆς κεκαθαρισμένης πλακὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγ. Βασιλείου και λέγουσιν οὕτω. «Ἁϊ Βασίλης ἔρχεται Γενάρης ξημερώνει, χρόνους πολλούς.» ὅπερ ὠθούμενον ὡς φαίνεται ἐκ τῆς θερμότητος ἀνατινάσσεται πρὸς τὰ ἐπάνω σχηματίζον κυκλικὴν περιφέρειαν· πολλὰ ὅμως ἐξ αὐτῶν προσβαλλόμενα ὑπὸ τῆς θερμότητος δὲν ἀνατινάσσονται, τὸ γεγονὸς τοῦτο ταράσσει πάντας θεωροῦντας τοῦτο κακὸν οἰωνὸν, ἐξακολουθοῦντες ῥίπτουσι τον ἐλαιόφυλλον ἐν ὀνόματι τοῦ κεφαλονοικοκύρη (δηλ. οἰκογενειάρχου) καὶ οὕτω διαδοχικῶς ῥίπτουσι κατὰ σειράν, τοὐτέστιν κατὰ τὴν ἡλικίαν ἑνὸς ἑκάστου ἕν ἐλαιόφυλλον δι’ ἕκαστον ἄρρεν μέλος τῆς οἰκογενείας, εἶτα ἀφοῦ ῥἰψωσι κατ’ ὄνομα δι’ ὅλα τὰ ἄρρενα μέλη, ἄρχονται νὰ ῥίπτωσι καὶ διὰ τὰ θήλεα, ἀρχόμενοι ἐκ τῆς μάμμης ἄν ὑπάρχει τοιαύτη, ἤ ἄν δὲν ὑπάρχει ἐκ τῆς «Μεγάλης». Μεγάλην ἀποκαλοῦσι τὴν μεγαλειτέραν τὴν ἡλικίαν, δηλονότι, ὅπου κατοικοῦσιν δύο ἤ πλειότεροι ἀδερφοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ, ἡ τοῦ μεγαλειτέρου ἀδελφοῦ σύζυγος καλεῖται «Μεγάλη» ὡς καὶ αὐτὸς καλεῖται «κεφαλονοικοκύρης» καὶ οὕτω καθεξῆς ῥίπτουσι καὶ δι’ ὅλα τὰ θήλεα μέρη τῆς οἰκογενείας. Ἀφοῦ ῥίψωσι δι’ ὅλα τὰ ἄτομα τῆς οἰκογενείας ἄρρενα τε καὶ θήλεα, ῥίπτουσι καὶ διὰ τὰ κατοικίδια ζῶα, θέτοντες πολλοὺς κλάδους ὁμοῦ ἐπὶ τῶν ὁποίων ῥίπτουσι «μπρούσιαν» λέγοντες «μπρούσια ἀρνιά, μπρούσια κατσίκια κλ. μπρούσια γρόσια». Ἐπισφραγίζουσι πάσας τὰς ἄνωτέρω εὐχὰς διὰ τῆς τελευταίας ταύτης. Εἰς πολλὰ ὀρεινὰ ἤ ψυχρὰ μέρη τῆς Ἠπείρου μὴ ἔχοντες ἐλαίας ἕνεκεν τοῦ ψυχροῦ κλίματος ἀντικαθιστῶσι τὰ ἐλαιόφυλλα με κόκκους σίτου. Τὴν πρωίαν ἐπιστρέφοντες ἐκ τῆς ἐκκλησίας εἰσερχόμενοι εἰς τὰς οἰκἰας φέρουσι πάντες εἰς τὰς χεῖρας κλάδους οὕς θέτουσι ἐπὶ τῆς πυρὰς λέγοντες «ὅσα φύλλα καὶ κλαδιὰ τόσα γρόσια καὶ φλωριὰ».

Μετὰ τὸ γεῦμα αἱ κόραι ἤ αἱ νύμφαι ἑκάστου χωρίου μεταβαίνωσιν εἰς τὰ ἀμπέλια φέρουσα ἑκάστη τὸ κανίσκι της, συγκείμενον ἐκ μιᾶς πήττας μπουρεκίου καὶ τῆς πλότσκας μὲ τὸ κρασὶ διὰ νὰ φιλεύσουν, φιλεύουσι (φιλοξενοῦσι) δὲ αὐτὰ ὡς ἐξῆς: Θέτουσι σταυροειδῶς ἐπὶ τῆς ῥίζης τεσσάρων ἤ πλειοτέρων κλημάτων μέρος τῆς πήττας καὶ τοῦ μπουρεκίου μετά τοῦτο χύνουσι ἐπὶ τοῦ κλήματος κρασὶ λέγουσαι «σοῦ δίνω ὀλίγο νὰ μοῦ δώσης πολύ». Εἶτα τρώγωσι καὶ αὐταὶ μέρος τῆς πἠττας ἐντὸς τοῦ ἀμπελιοῦ.

Μετὰ τοῦτο συναθροίζονται ὅλαι ὁμοῦ εἰς ὡρισμένον μέρος καὶ συγχορεύουσι μέχρις ἑσπέρας, τὰ ἐναπομένοντα φαγητὰ καὶ κρασιὰ διανέμωσι εἰς πτωχούς ἤ ξένους πᾶσαι, τὸ ἑσπέρας ἐπιστρέφουσι ἄδουσαι διάφορα ἄσματα εἰς τὰς οἰκίας αὐτῶν.

Ἀθῆναι τῇ 24η 10)βρίου 1905
Διατελῶ μετ’ ἄκρας ὑπολήψεως
Βασίλειος Γ. Μπαρᾶς

ΣΗΜ. μπρούσια λέγεται ἀνθρακιὰ μεμιγμένη μετὰ τέφρας, ἀλλοιγορικῶς σημαίνει ἀφθονίαν· διὰ τοῦτο καὶ εὔχονται «μπρούσια ἀρνιά κλ.»

Πηγές – Παραπομπές

  • Εφημερίδα «Ο Πύρρος» (29 Δεκεμβρίου 1905, αρ. φύλλου 140), Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων