Γράφει ο Νίκος Θ. Υφαντής,
συνταξιούχος φιλόλογος,
Πρόεδρος του Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών
(Από τα χειρόγραφα του συγγραφέα που απέστειλε στο lesinitsa.gr)
Το ντολί είναι ένα πανάρχαιο έθιμο, το οποίο, δυστυχώς, εξαφανίστηκε από τα χωριά μας. Είναι ένα έθιμο που χαρακτήριζε το «Τραπέζι του Γάμου», έδινε χρώμα και κρατούσε κεφάτους όσους συμμετείχαν στη Χαρά των οικογενειών που πάντρευαν τα παιδιά τους. Επικρατούσε στα περισσότερα χωριά μας και ιδιαίτερα στα χωριά του Πωγωνίου, της Δερόπολης και των Αγίων Σαράντα, μιας ευρείας ηπειρωτικής περιοχής, στην οποία τα έθιμα δεν συγγενεύουν, αλλά ταυτίζονται.
Μετά τη στέψη στην εκκλησία οι γονείς του γαμπρού παρέθεταν «δείπνο» στους καλεσμένους. Στρώνονταν σοφράδες και κάθονταν στη σειρά: τα νιόγαμπρα, ο νουνός και η νουνά, τα πεθερικά και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Η ρακοκατάνυξη, η ενθουσιαστική ατμόσφαιρα και το χαρούμενο περιβάλλον, έφερνε το κέφι και άρχιζαν τα τραγούδια:
Καλώς οπού τον βρήκαμε τούτον τον νοικοκύρη
με το καλό του το ρακί και τους καλούς μεζέδες
με τη χρυσή τη τράπεζα και τα καλά του λόγια…
Μετά τους μεζέδες και το πρώτο ζέσταμα ακολουθούσε το κύριο φαγητό, με σφαχτά, πίτες και άφθονο κρασί. Και το φαγοπότι άρχιζε. Κατά τη διάρκεια του δείπνου και όταν φούντωναν τα τραγούδια άρχιζε και το «ντολί». Ίσως ήταν ένας τρόπος να συμμετάσχουν όλοι οι συνδαιτυμόνες στη χαρά των νεονύμφων, μια φυγή από τα συνηθισμένα και απόδειξη αγάπης.
Ένας ηλικιωμένος με πείρα στην οργάνωση του «τραπεζιού της Χαράς» και σεβαστός από όλους, αναλάμβανε την όλη διαδικασία του «ντολιού». Ήταν ο αρχηγός, ο Ντολήμπασης, που έδινε εντολή (ντολή-εντολή) και στον οποίο όφειλαν να υπακούσουν. Ήταν μια παραγγελία «κατ’ εντολήν» του Ντολήμπαση, είδος πρόποσης στο παρατιθέμενο συμπόσιο. Ο Ντολήμπασης ήταν ο εντολέας που αναθέτει σε πρόσωπα που συμμετέχουν στο δείπνο, στον εντολοδόχο, να κάμει πρόταση για υγεία και ευτυχία των νεόνυμφων και των παρευρισκομένων. Εκείνος που έπαιρνε την εντολή ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει με ακρίβεια και να υπακούσει χωρίς δεύτερο λόγο, στην εντολή (παραγγελία-εντολή) του Ντολήμπαση. Ο Ντολήμπασης ρυθμιστής της όλης διαδικασίας, έπαιρνε ένα δίσκο με τρία ρακοπότηρα και κρασοπότηρα, που ξαναγεμίζονταν μετά από κάθε πρόποση. Σηκωνόταν όρθιος, έπαιρνε από το δίσκο το πρώτο ποτήρι (με ρακί ή κρασί, ανάλογα με το ποτό που έπινε) και άρχιζε τις ευχές:
-Το πρώτο το πίνω εις υγείαν των νεόνυμφων, να ζήσουν, να προκόψουν.
Οι προσκαλεσμένοι απαντούσαν με το τραγούδι, το οποίο επαναλάμβαναν σε κάθε ευχή:
Το πίνει (ο τάδε) το ρακί, το πίνει το πίνει,
το πίνει δεν το χύνει και στάλα δεν αφήνει.
Ας τον ανεβάσομε κι ας σας τον κατεβάσομε
πάνω στα τριαντάφυλλα, κάτω στα γαρούφαλλα.
Πιέτο (τάδε) πιέτο και πάλι γέμισέ το
δως του μια να πάει κάτω
για να βρει καρφί τον πάτο.
-Το δεύτερο το πίνω εις υγείαν του κουμπάρου, να του ζήσουν τα νιόγαμπρα και με λάδι να τον αξιώσει ο θεός.
-Το τρίτο το πίνω εις υγείαν των γονέων του γαμπρού και της νύφης, να τους ζήσουν τα παιδιά, να ζήσουν, να γεράσουν και σ’ άλλα να χαρούμε.
Τα ποτήρια γεμάτα με ρακί ή κρασί μπορούσαν να φτάσουν και δέκα, ανάλογα με όσους ήθελε να ευχηθεί. Με το τελευταίο ποτήρι και την ανάλογη ευχή μεταβίβαζε την εντολή τιμητικά στον πιο ηλικιωμένο συγγενή. Εκείνος έπαιρνε το δίσκο με τα ποτήρια και άρχιζε τις ευχές, όπως ο Ντολήμπασης. Ύστερα από κάθε ποτήρι, που ήταν υποχρεωμένος να αδειάζει, ακολουθούσε το ίδιο τραγούδι. Όταν τελείωνε απευθυνόταν στον Ντολήμπαση: «Ντολήμπαση, να ζεις, να χαίρεσαι και περιμένω ορισμό σου». Εκείνος όριζε τον επόμενο. Όταν τελείωναν, όσοι επιθυμούσαν να πάρουν μέρος στο ντολί, ο τελευταίος ζητούσε ορισμό. Ο Ντολήμπασης όριζε τον εαυτό του.
Ο δίσκος επιστρεφόταν στον εντολέα, από τον οποίο είχε ξεκινήσει και πίνοντας με ένα ποτήρι ευχαριστούσε όλους για τις ευχές τους και τους ευχόταν: «και στα παιδιά σας». Και στους «ελεύθερους» (στους ανύπαντρους): «και στα δικά σας».
Με τη συμμετοχή στο ντολί, ασφαλώς, δοκιμάζονταν και η αντοχή στο ποτό, αφού εκείνοι που συμμετείχαν κατέβαζαν το ένα ποτήρι πίσω από το άλλο. Με το τέλος του ντολιού δεν έπαιρνε τέλος η διασκέδαση. Τότε άρχιζαν τα τραγούδια και οι χοροί.
Παραθέτουμε τρία τραγούδια αντιπροσωπευτικά της «Χαράς», όπως τραγουδιόταν στη Λεσινίτσα, χωριό της περιοχής Θεολόγου, Αγιών Σαράντα. Έχουν καταγραφεί από τον Λεσινιτσιώτη Βασίλειο Παντελή Ζαρμπαλά στο βιβλίο του με τίτλο: «Λεσινίτσα – Ιστορικά και Λαογραφικά Σύμμεικτα»:
1. Σέρν’ ο αγέρας πέφτουν τα’ άνθη
Σέρν’ ο αγέρας πέφτουν τα’ άνθη
και γεμίζουν τα τραπέζια
και γεμίζ’ η νύφη μόσχο
και μυρίζουν τα σκουτιά της
και γεμίζουν τα σκουτιά της,
τα χρυσοφορέματά της.
Σέρν’ ο αγέρας πέφτουν τα’ άνθη
και γεμίζουν τα τραπέζια
και γεμίζει ο γαμπρός μόσχο
και μυρίζουν τα σκουτιά του
και γεμίζουν τα σκουτιά του
τα χρυσοφορέματά του.
2. Για ιδέστε την, για ιδέστε την
Για ιδέστε την, για ιδέστε την,
ήλιο φεγγάρι πέστε την
για ιδέστε την την πέρδικα
πως στέκεται λεβέντικα.
Σε πολλές χαρές που πήγα,
τέτοια νύφη εγώ δεν είδα
πο’ χει μπάλα σα φεγγάρι
και τα μάτια σα φλυτζάνι
πο΄ χει φρύδια σαν γαϊτάνι
και τη μύτη κοντυλιένα
πο’ χει στόμα δαχτυλίδι
δεν χωράει σπειρί σταφύλι
πο’ χει το λαιμό χυτό,
μάρμαρο πελεκητό.
3. Στολίζεται μια λυγερή
Στολίζεται μια λυγερή,
στη μάνα της να πάει
βάζει τον ήλιο πρόσωπο,
και το φεγγάρι φρύδια
κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού,
τα βάζει δαχτυλίδια.
Έθιμα, τα οποία δυστυχώς με την ερήμωση των χωριών μας έσβησαν και χάθηκαν χωρίς ελπίδα επιστροφής.