Ο κότσυφας της Λεσινίτσας – του Νίκου Κατσαλίδα

Από το βιβλίο του συγγραφέα συγχωριανού μας Νίκου Κατσαλίδα. «Θυμάρια των βοριάδων», Εκδόσεις Νίκας. Ευχαριστούμε θερμά τον συγγραφέα για την παραχώρηση της άδειας δημοσίευσης.


Στον Χριστόφορο Μηλιώνη για τα ηπειρώτικα κοτσύφια

Τώρα, στα βόρεια χειμωνιάτικα τοπία των χιονιάδων γυροφέρνω μόνος, επιδιώκοντας, εκτός των άλλων, να ξαναδώ και τα κοτσύφια, τα παλιά γειτονάκια μου και δεν το κρύβω, μ’ είχε πάρει εξαιρετικά ο πόνος για τα δόλια μου κοτσύφια, με σκούρο καφέ χρώμα και λίγες γκρίζες πινελιές που πήγαιναν με τον καιρό και μαύριζαν, αφού ξαναγύριζα να δω το πατρικό μου σπίτι, που το ‘χα αφήσει στην τύχη από χρόνια στη μοναξιά του, νιώθοντας ότι είχε αρχίσει να σταλάζει συναισθηματικά εντός μου, πεισμωμένο μαζί μου στην κυρτωμένη στάση από τη στιγμή που είχε αποδημήσει ο πατέρας. Κι ανηφορούσα στην ποταμιά με την απατηλή ιδέα που είχα στήσει μέσα μου ότι σίγουρα θα έβγαιναν μπροστά να με προϋπαντήσουν φιλικά τα οικεία, πλουμιστά και σκούρα πουλιά μου, οι συντοπίτες μου, φτερουγίζοντας γύρω από τα οπωροφόρα δέντρα.

Αλλά πουθενά να εμφανιστεί μέσα από τις δάφνες της ποταμιάς να ξεπηδήσει και να φτερουγίσει να με συναντήσει ένα κοτσύφι εκεί μπροστά μου, να ακούσω μια λαλιά στης ακροποταμιάς τις ψηλές καρυδιές μου και στις ανθισμένες αγράμπελες και στα πλατάνια, πουθενά κελαηδίσματα, ούτε τριγύρω από τα φράξα έξω από τον περίβολό μας και τις καστανιές του δάσους, ούτε από τις κουκιές, αυτά τα γνωστά Δέντρα του Ιούδα κάτω από τα παχνιασμένα χωράφια του σπιτιού μας. Πουθενά δεν άκουσα να τιτιβίσει και να εμφανιστεί πουλί πάνω από τις γρανίτσες, τα μερόδρια, τα κρυπούνια, τους τσέρους, τους ασπρόγραφους, τους φτελιάδες, τα σφεντάμια, τις γλογγιές, τις αγριοκερασιές, τα θρούμπα και τα θυμάρια. Κι όλη αυτή τη σιγή και μοναξιά της φύσης τη συνέδεσα με τον θάνατο του πατέρα. Τόσο μεγάλο και βαρύ, λέω, ήταν το πένθος για τον αείμνηστο πατέρα, τόσο κενό είχε αφήσει ο πουλολόγος, που πενθούν λυπημένα και τα κοτσύφια, τέτοια νεκρική σιγή και ούτε εμφανιστήκανε εφέτος να λαλήσουν; Πώς δεν φοβόσασταν, μωρέ καημένα, από τα αρπαχτικά: τις νυφίτσες, τις αλεπούδες, τα γεράκια και τις γάτες, που πηγαίνατε και χτίζατε τις φωλιές μες στους θάμνους; Τώρα είχαν μείνει μόνο νυφίτσες, αλεπούδες, γεράκια και αγριόγατοι που παραμόνευαν πίσω από τους θάμνους για κάνα κοτσύφι.

«Όχι, όχι», λέει ένα μικρό κοτσύφι με το κατακίτρινο ράμφος και το κίτρινο οφθαλμικό δακτύλιο από τα πυκνά και ανακατωμένα σπαράγγια που είχαν φράξει τη σκαλισμένη εξώπορτά μου αναπηδώντας, «Και είναι από πένθος αυτή η λύπη και δεν είναι από πένθος, αλλά στην αλήθεια λίγα μείναμε από το είδος μας στα δάχτυλα μετρημένα. Και αυτά τα λίγα που μείναμε ζωντανά και ανασάνομε και ζούμε, κρυβόμαστε μέσα στα βάτα και στα σπαράγγια για την επιβίωσή μας, να μην εξαφανιστούμε σαν κοτσύφια, να αντέξει το είδος μας, γιατί άδειασε ο τόπος από τα κοτσύφια, τα περισσότερα από μας αποδημήσανε σε άλλα ζεστότερα μέρη και άλλα κατεβήκανε από τα βόρεια για τα δικά μας να περάσουνε τον χειμώνα τους, γιατί τα μέρη τους είναι κρύα και παγωμένα, ενώ τα δικά μας σε σχέση με τα δικά τους είναι πιο ζεστά. Εμείς κι εσείς φύγαμε για καλύτερα μέρη να περάσουμε τον χειμώνα μας και άλλα ήρθαν εδώ να ξεχειμωνιάσουν. Αν γυρίσεις για να βρεις κάποιο κοτσύφι, ίσως βρεις λίγα να σου κελαηδήσουν, τα περισσότερα είναι μουσαφίρηδες που κατέβηκαν και δεν θα τα γνωρίσεις κι ούτε αυτά δεν θα σε γνωρίσουν, αλλά κι αυτά που έμειναν πάει, μας τελείωσε κυνηγώντας, μας εξαφάνισε και μας σκότωσε ο δραγάτης που αφήσατε αγροφύλακα, σκοπιά και επιστάτη, να φυλάει τα σπίτια και τους κήπους σας, μόνος του κι αυτός ο κακομοίρης και στη θανατική μοναξιά του χειμώνα και στο κάμα της ενδοχώρας. Και τι να σου κάνει άλλο ο φύλακας, από τα βαθιά χαράματα στο πόδι μ’ ένα δίκαννο στην πλάτη κυνηγώντας για μπριάμια, μπουμ και μπουμ, και παραμορφωμένος γεμάτος καπνούρες σαν μάσκες από τα μπαρούτια, το μόνο φαγί που ξέρει καλά να μαγειρεύει με τα σκοτωμένα κοτσύφια, ξεκινώντας απ’ τα κεφαλάρια, στα μυλαύλακα, στις νεροτριβές, στους άδειους νερόμυλους, στις ρεματιές, στης ποταμιάς τους όχτους, μπουμ και μπουμ στις κλάρες, μπουμ και κάτω τα κοτσύφια. Αλλά, πάλι, η αλήθεια είναι αλήθεια και η αλήθεια να λέγεται, εδώ πάνω εμείς παραδώσαμε την άσπιλη πνοή μας, στα πατρογονικά περιβόλια κι όσα ξεφύγαμε και γλυτώσαμε και μείναμε ζωντανά από τα μαύρα σκάγια του, τουρτουρίζουμε πίσω από τα σπαράγγια και τα βάτα, βιγλίζουμε και στήνουμε τα μάτια μας, γιατί σαν μαύρος ίσκιος πλάι μας περιπολεί από την ανατολή μέχρι το ηλιοβασίλεμα της μοναξιάς ο αγροφύλακας που για μας είναι χάρος. Και αν θα δεις τριγύρω σου τα χιόνια πιτσιλισμένα από αίματα, να ξέρεις πως αυτά είναι αίματά μας και αν θα δεις πάνω στα χιόνια σκορπισμένα σκάγια σαν κατάμαυρες δηλητηριασμένες κάμπιες, πούπουλα και άσκοπες ξεπουπουλιασμένες φτερούγες, όλα αυτά είναι του θανάτου μας τα ίχνη».

«Ναι», του λέω, «σε κατανοώ και σε νιώθω, που μιλάς για κοτσύφια, αίματα και φτερούγες ξεπουπουλιασμένες και για το παμπάλαιο και τώρα εδώ εξαφανισμένο σόι σου, μα πες μου, παρακαλώ, πού πάνε όλα εκείνα τα θεϊκά πουλιά του ουρανού που τρέλαιναν τα ριζοβούνια μας με την πολυφωνία και τα έντονα ξέφρενα τιτιβίσματά τους και δεν ακούω έστω και ένα κελάηδισμα καλωσορίσματος; Πού ‘ναι ο περήφανος πετροκότσυφας που ‘βγαινε από τα θυμάρια και έπεφτε και κολυμπούσε στις αυλακιές και πιτσίλιζε τα νερά στις χλόες και στα χορτάρια, οι παπαδίτσες που πηδούσαν στους κήπους και στα χωράφια, οι δρυοκολάπτες που βράχνιαζαν πάνω στις γέρικες αγριοκαστανιές και ξεκούφαιναν το δάσος των ελάτων, τα μαύρα γεράκια στους λάκκους, οι πετρίτες, οι αγέρωχοι γυπαετοί, οι σταυραετοί, που περνούσαν κράζοντας με ανοιγμένες τις φτερούγες τους ισκιώνοντας τα βράχια, τα άλογα του κούκου που γυροφέρνανε επιβλητικά με τους κούκους καβάλα, οι λιγνοί οι σπίνοι, οι τσαλαπετεινοί κι οι ξυλόκοτες που σπαράζανε τα νοτισμένα βράδια στις φουντωμένες φυλλωσιές πέρα από τα κουρειά μας, τα τσόνια στις σκάλες και στα κατώφλια των σπιτιών μας, μαζεύοντας τα τρίμματα από τις ποδιές των γιαγιάδων και μανάδων, οι μπούφοι να αγκομαχούν στα σκοτάδια, οι στροβιλιστές, οι πλουμιστές κίσσες στις θροϊσμένες λεύκες και στα λουμάκια, στα αβρά, δροσισμένα σφεντάμια, οι πέρδικες στις βρυσομάνες, οι πετροπέρδικες στη φτέρη, οι φυλλοσκόποι, οι παγωμένοι σπουργίτες να καραδοκούν και να τρέμουν έξω από τα χειμωνιάτικα χιονισμένα παράθυρα, οι γκιώνηδες να λένε τα παράπονά τους για τον σκοτωμένο αδερφό στα χαλάσματα, οι θαμνοτριλιστές στους θάμνους, τα στεφανοπούλια και οι δαφνοφυλλοσκόποι στις δάφνες, τα πολύχρωμα ξεφτέρια, οι συκοφάγοι να τρυπάνε στις συκιές τα ώριμα σύκα, οι κοκκινολαίμηδες να ανανεώνουνε τον λαιμοδέτη, οι κούκοι τα χαράματα να σπάνε τη σιγή του δάσους, τα νυχτοπούλια να κολλούν κρυφά στις κολόνες και στις οροφές μας, τα αθώα χελιδόνια βγάζοντας το ράμφος μέσα από τις φωλιές τους κάτω από τις στέγες κι οι τυφλές κλαψιάρες κουκουβάγιες, οι μοιρολογίστρες με τις πένθιμες φωνές τους; Πες μου, εσύ μικρό σταχτερό θηλυκό κοτσύφι, που βλέπω ότι γρήγορα πάνε να μαυρίσουν τα φτερά σου στις αποχρώσεις, τι να πω στους φίλους μου τους πουλολόγους που μιλούν για τα πουλιά τους και με ρωτούν συχνά τι κάνουνε, πώς πάνε τα πουλιά μου; Εγώ, αν και μακριά τους, ευθύνομαι για τα πουλιά μου. Τι να πω στους φίλους μου, στον Σωτήρη, στον Γιώργη, στον Δημήτρη, στον Μιχάλη, στον Θανάση και στον Γιάννη;»

«Πες τους», μου λέει, «ότι τα δικά τους πουλιά έχουν άπλα και πετούν από πέτρα σε πέτρα κι από κλάρα σε κλάρα, φτερουγίζουν και πετάνε σαν τρελά στους ανοιχτούς ορίζοντες στους ουρανούς, τα δικά μου χάνονται στα σκοτάδια και όσα γλυτώνουν και μένουν ακόμα ζωντανά στα μαυρισμένα χιόνια, να εξοντώνει κι αυτά ο μοναχός ασκητής δραγάτης, φύλακάς σας. Αλλά καλύτερα να μην τους το πεις αυτό το κακό για την ερημιά μας. Πες τους κι εσύ, μου λέει, κάτι άσχετο, αν και δεν θα είναι πιστευτό, για να δικαιολογηθείς τάχα μπροστά τους, ότι έπεσε η πανούκλα εκεί πάνω και άλλαξαν τα πράγματα στη φύση και δεν άφησε ποδάρι ζωντανό να φτερουγίζει και να τιτιβίζει εδώ πάνω, πίσω από τα ξόβεργα της νύχτας. Δεν είναι κουτοί αυτοί και ξέρουνε καλά από ιστορία, μετακινήσεις και τόπους και θα καταλάβουν τι μπορούν να πάθουν και έπαθαν τα άμοιρα πουλιά εδώ τις μαύρες νύχτες. Και το άλλο, μην το ξεχνάς και κόβεσαι για τα πουλιά. Το εσείς. Εσείς φύγατε στα αλαργινά μέρη για την επιβίωσή σας και κλείσατε τα σπίτια σας, πήρατε τα μάτια σας και ρίξατε λιθάρι πίσω και ξεχάσατε τη γη σας, τα χώματά σας και τα χωράφια σας και αφήσατε εμάς τα ωδικά πουλιά να ψάχνουμε πηδώντας, να οργώνουμε τα χέρσα περιβόλια σας με το ράμφος μας και να αναποδογυρίζουμε με τα τρεμάμενα χέρινα πόδια μας τις πέτρες και τα φύλλα να βρούμε έστω κι ένα σκουλήκι. Και ποιος να ενδιαφερθεί για μας τα έρημα πουλιά που μείναμε στους όχθους, μόνα στις αυλές και γυροφέρνουμε χτυπούμε του κάκου στα παραθυρόφυλλα τα τζάμια και αφήσατε έναν αλαφροΐσκιωτο δραγάτη που τριγυρνάει μέρα νύχτα με το δίκαννο κολλημένο στην πλάτη του στα χορταριασμένα μαντριά, στις άδειες ακροποταμιές, στους οργιασμένους χέρσους κήπους, στα αγκάθια, στα χέρσα περιβόλια, στα αραχνιασμένα στενορύμια, για να μας εξαφανίσει, να μας αποτελειώσει. Ποιος σου έβγαλε το μάτι, έλεγαν εδώ κάποτε τα μυαλωμένα γερόντια, ο δικός σου, ο αδερφός σου».

Κόμπος στον λαιμό με πιάνει απ’ τα παράπονα του κότσυφα και σκύβω και με το κεφάλι λογισμένο ψάχνω το ρόπτρο και το πόμολο και το παλιό κλειδί της σκουριασμένης πόρτας. Μπαίνω στο σπίτι και πιάνω γκρεμίζω τις αράχνες από τις γωνίες του αρχοντικού, ξεκινώντας από τις εσωτερικές κλωθογυρισμένες σκάλες που σε βγάζουν στην κρεβατοκάμαρά μου και διασχίζω τους περίπλοκους ιστούς, που είχαν πλακώσει και σκεπάσει το κρεβάτι, στο βορινό παραθύρι, πιασμένο με τα παχιά και παλιά βιβλία μου. Κι ας ήμουν εκεί και μ’ είχε πιάσει ο ύπνος στο εφηβικό μαξιλάρι, μου φαινόταν ότι ήμουν μακριά κι από κει κοιτούσα μες στις οπτασίες μου τον κόσμο των πουλιών μου. Πάλι στα ονειροπαρμένα οπωροφόρα, στα ισκιώματα και στα όνειρα του κήπου με τους δροσισμένους δυόσμους και τα καρυοφύλλια στα κηπάκια το κοτσύφι ιχνηλάτης κυνηγάει τα ίχνη μου κι εγώ, πάνε χίλια χρόνια τώρα, τα δικά του ζευγαράκια.

Έλα, φίλε, σαν να μου λέει, ξύπνα, συντοπίτη, πώς ξέχασες τα πουλιά και τα δέντρα σου; Πάει ο πατέρας σου αποδήμησε κι η μάνα σου ετοιμάζει τα προικιά της. Ποιος θα πιάσει τις σταλαματιές του σπιτιού σου; Μπορώ να βάλω τις λεπτές φτερούγες μου εγώ και με τις εύθραυστες φτερούγες μου να γλυτώσω το σπίτι σου; Γίνεται με τις δυο μικρούλικες φτερούγες μου να σκεπάσω τον σπασμένο καβαλάρη; Και πικραμένος από λύπη και συμπόνια, του κιτρινίσανε σαν κερί οι κύκλοι των ματιών και ξεθώριασε το ράμφος του κότσυφα θωρώντας με σαστισμένος. Τώρα ενηλικιώθηκα, συμμορφώθηκα και έβαλα μυαλό, μου λέει, αλλά μαύρισα νωρίς στη μοναξιά μου. Ξέχασες τις άμυαλες παλιές αφέλειές μου, όταν έφυγες πρώτη φορά μακριά μας κι ήρθα και σε κυνηγούσα γυρεύοντας να σε βρω στην προκυμαία κάτω στα ακρογιάλια. Κι αφού σιγουρεύτηκα που σ’ είδα άσπιλο και γερό κόκαλο, δίχως να υποκύπτεις και να παραδίνεσαι, ξαναγύρισα βιγλάτορας στο σπίτι σου, στη φωλίτσα μου. Τώρα, όμως, κάπως πάει αλλιώς το ταξίδι, έφυγες και πήγες πιο μακριά και δεν περνάνε πια εκείνες οι παλιές, ρομαντικές ωδές, τα τιτιβίσματά μου, οι αθώες μετακινήσεις, οι αφέλειές μου. Έχω τόσες σκοτούρες, έχω τόσα απομονωμένα ξερικά πεζούλια, όπου συντηρώ και κήπους, χωράφια, περβόλια, αυλές που οργώνω γύρω από τα σφαλισμένα αρχοντικά σας, ανάμεσα στους φράχτες και τις γούρνες με τα σαπισμένα καστανά σας. Ποιανού να φτιάξω και ποιανού να χαλάσω;

Η ξαναγυρνάς εδώ πάνω και καλλιεργείς τα περιβόλια σου που συντηρώ κι οργώνω μόνος με την κατακουρασμένη μυτίτσα, μαζί μ’ ένα σμάρι νεογέννητα κοτσύφια, που κι εγώ δεν ξέρω πώς τα προστατεύω και τα μεγαλώνω μέσα στον φόβο να μη χαθεί το είδος και χάρη σ’ εμάς, τα αλαφροΐσκιωτα, που μείναμε εδώ και πασπαλίζουμε τα χώματα κι αερίζονται, φυτρώνει ακόμα δυόσμος και βασιλικός, καρυοφύλλι και μέντα και χλοΐζουν, μοσχοβολούν και ξεμυτίζουν εδώ κι εκεί στις ρούγες οι χαμοκερασιές από τα οργώματά μας και τα ραμφίσματά μας, ή αλλιώς μα τον Θεό και τον μεγαλοδύναμο, ποτέ δεν ξέρω τι θα γίνει άλλο στα μελλούμενα με τις αγριάδες και τις παραφυάδες που οργιάζουνε κι ορμούν στα ξεχασμένα περιβόλια να μας απομονώσουν και κλείνουν ασφυκτικά τις σκαλιστές ξώπορτες μέχρι τα κεφαλόσκαλα, είπε με μια πνοή κι ύστερα φτερούγισε μ’ ένα τιτίβισμα σουρεαλιστικό τσιρίζοντας στην ακροποταμιά από τα χαράματα και μαύρισε νωρίς ο θηλυκός κότσυφας από τα μεράκια του τις ευαίσθητες και νοτισμένες του φτερούγες και εξαφανίστηκε και έτρεξε ελέγχοντας τα μαντριά και αναπήδησε πάνω από τους όχθους και τους γκρεμισμένους φράχτες να συντηρήσει τα πεζούλια, μη χαθεί η χλωρασιά στα βόρεια ξεχασμένα περιβόλια του, ο κότσυφας της Λεσινίτσας.

Αθήνα, 21.03.2011

Πηγές-Παραπομπές

  • Νίκος Γ. Κατσαλίδας. Θυμάρια των Βοριάδων, ISBN 9789602963791, Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ, Αύγουστος 2022