Λένε πως χωρατά κάνουν οι λαοί που έχουν γεμάτο στομάχι. Οι Λεσινιτσιώτες, παρά την έλλειψη οικονομικής ευμάρειας κατά καιρούς, φημίζονται για την τέχνη τους στο «σκώπτειν», όπως αγαπούν να αποκαλούν την ιδιαίτερη μορφή χιούμορ που ασκούν. Τα χωρατά και οι παροιμίες που λέγονται στο χωριό μας, είναι ίδιες με εκείνες που λέγονται σε όλη την Ήπειρο και την Ελλάδα, όμως εδώ θα αναφέρουμε ορισμένα από αυτά που είναι ιδιαίτερα και τα απαντούμε μόνο στο χωριό και την ευρύτερη περιοχή. Ακολουθούν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά σκώμματα (περιπαικτικοί αστεϊσμοί) με το κάθε ένα να έχει τη δική του ιστορία.
Τρυποσάκουλα και Ζελτέδες: «Εσωτερικοί» (αρχικά) περιπαιχτικοί χαρακτηρισμοί μεταξύ Άνω και Κάτω Λεσινίτσας.
Τρυποσάκουλα: Κάποιος από την Άνω Λεσινίτσα, κάποτε, είχε το σακούλι του (την τσάντα του) τρύπιο και ό,τι λεφτά έβαζε μέσα χάνονταν. Λένε, βγήκε το παρατσούκλι, στην αρχή για όσους ήταν φτωχοί και δεν κρατούσε τίποτα το σακούλι τους – δεν έκαναν κομπόδεμα δηλαδή ή έκαναν το παν να επιβιώσουν μέσα στη φτώχεια τους με το σακούλι στον ώμο, κατά μία άλλη εκδοχή. Αργότερα αυτό επεκτάθηκε και έτσι έλεγαν όλους όσους ήταν από την Άνω Λεσινίτσα. Τελικά, στις μεγαλουπόλεις, και στα υπόλοιπα χωριά, αποκαλούσαν έτσι όλους τους Λεσινιτσιώτες.
Ζελτέδες: Αρχικά, στην Κάτω Λεσινίτσα, χαρακτήριζαν έτσι τους ανθρώπους που ήταν γλεντζέδες – ζούσαν τη ζωή στο έπακρο και κατά μία άλλη εκδοχή ήταν υπερήφανοι και είχαν περιπαιχτικό-κοροϊδευτικό λόγο. Επεκτάθηκε το όνομα στην συνέχεια για όλους από την Κάτω Λεσινίτσα. Ένα χαρακτηριστικό συμβάν αναφέρεται ως εξής: σε ένα εορταστικό τραπέζι που συμμετείχαν άντρες από την Άνω Λεσινίτσα τιμητικό πρόσωπο ήταν ο μεγαλέμπορας Κατω-Λεσινιτσιώτης, ο αείμνηστος Χαράλαμπος Ν. Παππάς. Κάποια στιγμή, πάνω στις συζητήσεις, ένας Ανω-Λεσινιτσιώτης παίρνει τον λόγο λέγοντας «Οι Κατω-Λεσινιτσιώτες είναι όλοι ζελτέδες!». Όταν αντιλήφθηκε πως στην κορυφή του τραπεζιού βρισκόταν ο Χαράλαμπος Παππάς, έσπευσε να συμπληρώσει: «Εκτός της αφεντιάς σας κ. Χαράλαμπε». Όλοι γέλασαν προσπαθώντας να καλυφθούν ο ένας πίσω από τον άλλον. Εξού και έχει παραμείνει η έκφραση «Εκτός της αφεντιάς σας, κ. Χαράλαμπε».
Είναι από ξεσκέπαστο σπίτι: Κατά τον Αυτονομιακό Αγώνα στη Βόρειο Ήπειρο (1913-1914) υπήρξαν πολεμιστές από όλα τα χωριά και τις πόλεις. Από την Κάτω Λεσινίτσα λένε βγήκαν 200 οπλίτες – ένας από κάθε σπίτι, μόνο από 2 σπίτια δεν βγήκαν. Την επομένη το πρωί αυτά τα 2 σπίτια βρέθηκαν χωρίς κεραμίδια στην σκεπή. Από τότε και έπειτα, όποιος με τα λεγόμενα του, τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του έρχεται σε αντίθεση με αυτά της κοινότητας του χωριού τότε λέγεται ότι είναι από «ξεσκέπαστο σπίτι».
Πάλε ο Αλή Πασάς, Πασάς, πάλε εγώ Ντερβέναγας: Ο Αλή Πασάς, διόριζε στις δουλειές του, ανθρώπους από το στενό του περιβάλλον. Ο Δερβέναγας ήταν ο επιστάτης ο οποίος ευθύνονταν για τον νόμο και την τάξη στους δημόσιους δρόμους (ντερβένι = δημόσιοι δρόμοι). Όταν κάποιος διορίζεται σε δημόσια θέση ή κατακτά κάποια θέση με διαμεσολάβηση και μέσω πελατειακής σχέσης, τότε λένε για αυτόν : «Πάλε ο Αλή Πασάς, Πασάς, πάλε εγώ Ντερβέναγας».
Μαζεύω Λεσιτσινό Αέρα: Η φράση είναι γνωστή από τον Χαράλαμπο Μούκα. Μετανάστευσε στην Αμερική, όπου απέκτησε ευημερία, του έλειπε όμως ο αέρας του χωριού του. Κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό, πέρα από τα αγαθά που έβαζε στις βαλίτσες του όπως καρύδια, ξερά σύκα κτλ., έκανε και κάτι επιπλέον που στους γύρω του φαινόταν παράξενο: πριν ξεκινήσει για τον δρόμο της επιστροφής, για κάμποση ώρα αγνάντευε την ομορφιά της γύρω περιοχής, παίρνοντας βαθιές ανάσες, ανεβοκατεβάζοντας το στήθος του. Όταν τον ρώτησαν οι χωριανοί του γιατί το κάνει αυτό, είπε την εξής φράση: «Μαζεύω αέρα Λεσινίτσας να έχω να αναπνέω και στην Αμερική».
Στη σκιά του κουμουκάτσι: Το κουμουκάτσι ήταν ένα ξύλινο εργαλείο των καλαντζήδων, που ήταν πολύ μικρό, σαν ένα κουταλάκι γλυκού, το οποίο χρησίμευε για να διορθώνουν την κόλλα στα διάφορα δοχεία που καλάιζαν. Φανταστείτε αυτό το μικρό εργαλείο πόσο μικρή σκιά θα είχε στο ήλιο. Κάποιοι καλαντζήδες Λεσινιτσιώτες, όταν γύρισαν από την δουλειά τους, βρέθηκαν έξω από μια στάνη, κουρασμένοι και πεινασμένοι όπως ήταν, ο τσέλιγκας τους προσέφερε φρέσκο γάλα. Εκείνοι λοιπόν για να τον ευχαριστήσουν του έδωσαν πολλές ευχές και όλες είχαν διάσταση την «σκιά του κουμουκάτσι». Για παράδειγμα του ευχήθηκαν το εξής: «Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά και να κάνεις την στρούγκα σου στην σκιά του κουμουκάτσι, χίλια πρόβατα κρατάει η σκιά του κουμουκάτσι». Ο βοσκός ήταν χαρούμενος με τις ευχές που δεχόταν και τους έλεγε ευχαριστώ. Δεν ήξερε όμως ότι η σκιά από το κουμουκάτσι δεν «χωράει» ούτε ένα αρνί!
Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη: Παροιμία που είναι γνωστή στο χωριό μας, καθώς λόγω των πολλών μαχαλάδων, είχαν υιοθετηθεί και διαφορετικές συνήθειες.
Εσύ κακό χειρόβολο και εγώ κακό δεμάτι: «Χειρόβολο ή Χερόβολο», είναι μια χεριά καλάμια με στάχυα σιτηρών. «Δεμάτι», είναι ένα δέμα με τρία χειρόβολα. Όταν καβγαδίζουν δυο άτομα και δεν υποχωρεί κανένας, ένας λέει: «Εσύ κακό χειρόβολο και εγώ κακό δεμάτι» με την έννοια ότι ο αντίπαλος τους είναι χειρόβολο, δηλαδή μικρότερος και πιο αδύναμος από τον ίδιο, που είναι δεμάτι – πιο δυνατός (δέμα με τρία χειρόβολα).
Αυτά ήξερε ο Λώλης και δεν πήγαινε στον Βούρκο: Λώλης ήταν ο Γιώργος και Βούρκος ήταν η περιοχή βαλτώδη, με έλη. Τα αδέρφια του Λώλη εργάζονταν στο Βούρκο, αλλά ο Λώλης δεν τους συνόδευε. Αυτοί άρχισαν να έχουν προβλήματα με την υγεία τους και την ελονοσία (στο Βούρκο είχε σμήνη με κουνούπια) και ταλαιπωρούνταν με υψηλό πυρετό πολλές μέρες. Τότε δεν είχε φάρμακα και ο Λώλης παρακολουθώντας, τους έλεγε: «Αυτά ήξερε ο Λώλης και δεν πήγαινε στον Βούρκο».
Σαν ο Κανάνης στο Σύρτο: Τον καιρό της Τουρκοκρατίας, ένας άνθρωπος ονόματι Κανάνης (ίσως να είχε και κάποιο αξίωμα), καθόταν στην τοποθεσία Σύρτο (στο ενδιάμεσο από την Λεσινίτσα και την Δρόβιανη) και όποιος περνούσε από εκεί, έπρεπε να του έδινε μετζίτι (τούρκικο νόμισμα). Σήμερα όταν κάποιος μένει ακίνητος σε ένα πέρασμα ή σταυροδρόμι, αρχίζει διάφορες συζητήσεις με τους περαστικούς και τους καθυστερεί, λένε για αυτόν: «Σταμάτα, μου απόμεικες σαν ο Κανάνης στο Σύρτο».
Σαν ο σκύλος στο Μαγκανάρη: Το Μαγκανάρη είναι το όνομα ενός βουνού στην Μάλτσιανη. Στο Μαγκανάρη ήταν ένας σκύλος, και κάθε ένας που περνούσε τον ακολουθούσε γαυγίζοντάς τον. Ο σκύλος παρέμενε στο ίδιο σημείο περιμένοντας μήπως περάσει κάποιος άλλος, με την αντίστροφη διαδρομή και τον συνόδευε και αυτόν με τον ίδιο τρόπο. Η παροιμία λέγεται όταν κάποιος είναι πολυλογάς, του λένε «Τι μου απόμεικες σαν ο σκύλος στο Μαγκανάρη;».
Μία δεύτερη εκδοχή είναι η εξής: Στο χωριό Τσερκοβίτσα γίνονταν χαρά, το σκυλί έτρωγε απομεινάρια από το σφάξιμο των ζώων που ετοιμάζονταν να ταΐσουν τους καλεσμένους στην χαρά. Τότε ακούστηκαν κάποιες ντουφεκιές από το χωριό Μάλτσιανη, το σκυλί θεώρησε ότι γίνονταν χαρά και εκεί. Έτρεξε να ανέβει για την Μάλτσιανη. Η διαδρομή για την Μάλτσιανη είναι δύσκολη και ανηφορική. Όταν έφτασε κοντά στο Μαγγανάρη, στην χαρά που γίνονταν στην Τσερκοβίτσα είχαν ξεκινήσει το ψήσιμο των σφάγειων. Το σκυλί πήρε μυρωδιά από τα ψητά που ψήνονταν και έτσι αποφάσισε να πάρει το κατήφορο για την χαρά. Φτάνοντας κοντά στην Τσερκοβίτσα ακούστηκαν πάλι κάποιες ντουφεκιές από την Μάλτσιανη. Μετανιωμένο το σκυλί άρχισε να ξανά ανεβαίνει για το Μαγγανάρη κουρασμένο και λαχανιασμένο από την απότομη ανηφόρα. Φτάνοντας στο Μαγγανάρη από την χαρά που γίνονταν ακούστηκαν ντουφεκιές, έτσι το σκυλί συνέχισε το ίδιο βιολί πηγαινοέρχοταν από το Μαγγανάρη στην Τσερκοβίτσα και στο τέλος έμεινε χωρίς να γευτεί η να απολαύσει κάτι από τις δύο χαρές.
Δικοί μας ήταν μάνα: Ο Πάντος στην Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου (1913-1914), ήταν υποστηρικτής του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Όπου πήγαινε εξυμνούσε με βροντερό λόγο την Ελλάδα και τον Βασιλέα της. Αυτό ήταν γνωστό και τον είχαν ως πρότυπο, που εξέφραζε χωρίς να διστάζει τις απόψεις του. Το 1913-1914, στον αγώνα για την Αυτονομία, πολλοί Λεσινιτσιώτες μπήκαν στις γραμμές του στρατού μαζί με τον Ελληνικό Στρατό – περίπου 200 άτομα από την Κάτω Λεσινίτσα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Πάντος. Με το πέρασμα του χρόνου στον στρατό, ο Πάντος ζήτησε άδεια και ο Λοχίας, του ενέκρινε άδεια για 3-4 ημέρες. Την επομένη στον χωριό τον σταμάτησε η «Πατρούλα» της οπισθοφυλακής του στρατού, και του ζήτησαν εγγράφως την άδειά του, αλλά ο Πάντος δεν είχε κάποιο έγγραφο από τον Λοχία του και θεωρήθηκε λιποτάκτης. Τον ξυλοκόπησαν για παραδειγματισμό. Η μάνα του λοιπόν, εχθρεύονταν και χρησιμοποιούσε υβριστικές εκφράσεις κατά του στρατού. Ο Πάντος τότε της είπε «Δικοί μας ήταν μάνα, μην βρίζεις». Όταν κάποιος έχει κάποιο πρόβλημα, ειδικότερα με συγγενείς, του λένε «δικοί μας είναι μάνα».
Αν δεν δείχνει η αίγα (γίδα) δείχνει το κέρατο: Το κέρατο της γίδας, έχει κύκλους και ο αριθμός των κύκλων δείχνει την ηλικία της. Σε όσες περιπτώσεις, κάποιος κρύβει την ηλικία του ή κάτι άλλο, λέγεται ότι : «Αν δεν δείχνει η αίγα (γίδα) δείχνει το κέρατο».
Τέτοια ο Ζήσος δεν τα κάνει, κανέναν κήπο με ντουχάνι*, πάει την νύχτα και τον βγάνει: Ο Ζήσος, κάποτε βρέθηκε κατηγορούμενος για κλεψιά. Κατά την διάρκεια των ερευνών και των συζητήσεων, κάποιος τάχα τον υπερασπίστηκε και είπε ειρωνικά «Τέτοια ο Ζήσος δεν τα κάνει, κάποιον κήπο με ντουχάνι, πάει την νύχτα και τον βγάνει».
*το φυτό του καπνού
Τον έχει αγάνα στο μάτι. Το στάχυ στα δημητριακά στην κορυφή έχει μερικά λεπτά νήματα τα οποία όταν το στάχυ ωριμάσει, ξεραίνονται και τσιμπάνε σαν να είναι λεπτές βελόνες, αυτά λέγονται αγάνα. Το μάτι δεν αντέχει κανένα ξένο σώμα, τόσο περισσότερο δεν μπορεί να αντέξει την αγάνα (τα βελονάκια). Το λέμε όταν δύο άτομα για διάφορους λόγους δεν τα πάνε καλά και δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ακόμα και όταν συναντιούνται τυχαία, αλλάζουν κατεύθυνση προκειμένου να μην δουν ο ένας στον άλλο.
Άλκηστη Μπαλκώνη
- Βασίλειος Πάντ. Ζαρμπαλάς, Η Λεσινιτσα Αγίων Σαράντα, ιστορικά και Λαογραφικά σύμμεικτα, Εκδόσεις Ελίκρανον, 2008
- Μαρτυρίες των κ.κ. Θωμά Μπαλκώνη, Ειρήνη Μπούλιου – Μπαλκώνη, Νίκου Κατσαλίδα
- Θ. Μπάλτσας, 2010, Λεσινιτσιώτικα, Έχουμε να λέμε ώριμα και άγουρα, νόστιμα και άνοστα.
- Πρίσκος – https://pangiannis.wordpress.com